Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ελλάδα, σαν τραγική συμφωνία του Μάλερ!

Το φινάλε της έκτης συμφωνίας (ονομαζόμενης «Τραγικής») του Γκούσταβ Μάλερ αποτελεί ανατριχιαστική περίπτωση μουσικής προφητείας. Ο υποτιθέμενος ήρωας του έργου δέχεται τρία χτυπήματα από τη μοίρα, που συμβολίζονται μουσικά με τρεις, ισάριθμες «σφυριές» από τα κρουστά της ορχήστρας. Το τρίτο, μοιραίο χτύπημα τον αποτελειώνει...

Το περίεργο της υπόθεσης είναι πως η συμφωνία αυτή (μοναδική από τις συμφωνίες του συνθέτη που καταλήγει εμφατικά σε ελάσσονα τρόπο) γράφτηκε σε μια από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του Μάλερ και επέσυρε ακόμα και τη δυσφορία της συζύγου του! Δεν άργησε, όμως, να αποκαλυφθεί η τραγικά προφητική της διάσταση, αφού, μετά την ολοκλήρωση του έργου, τρεις προσωπικές κακοτυχίες ήρθαν να σημαδέψουν τη ζωή του ίδιου του μεγάλου μαέστρου: ο χαμός της μεγάλης κόρης του, η διάγνωση μιας σοβαρής καρδιακής νόσου, και η απομάκρυνσή του από τη θέση του αρχιμουσικού της όπερας της Βιέννης...

Ακούω συχνά αυτές τις μέρες την «έκτη», ίσως σαν ομοιοπαθητικό αντίδοτο στο αίσθημα εθνικής κατάθλιψης που μας διαβρώνει. Οι ορχηστρικές σφυριές που ηχούν ως κεραυνοί εν αιθρία στη γαλήνια μουσική, θυμίζουν κάποιες σοφές φωνές αλλοτινών καιρών –τότε τις λέγαμε, απαξιωτικά, «Κασσάνδρες»- που τάραζαν τη μακάρια αμεριμνησία μας με δυσοίωνες προβλέψεις για την εθνική οικονομία. Για να συναντήσουν τη δυσπιστία (αν όχι και καχυποψία) του συνόλου, σχεδόν, των τεχνητά ευημερούντων πολιτών της «οικονομικής υπερδύναμης των Βαλκανίων», που πίστευαν πως, βάσει κάποιου μεταφυσικού κληρονομικού δικαιώματος που απονέμει η Ιστορία, θα μπορούσαν να ζουν πολυτελώς στο διηνεκές, δανειζόμενοι ατέρμονα και καταναλώνοντας πάντα πολύ περισσότερα απ’ αυτά που ήταν σε θέση να παράγουν!

Οι σοφές αυτές φωνές δεν ήχησαν, φαίνεται, αρκετά δυνατά για να ανακόψουν τον αυτοκαταστροφικό κατήφορο του μεταπολιτευτικού νεοπλουτισμού μας... Δεν έβαλαν φρένο στις εγκληματικά ιδιοτελείς διεκδικήσεις των βολεμένων συνδικαλιστών των συντεχνιών του δημοσίου, που απειλούσαν να βυθίσουν τη χώρα στο σκοτάδι και καταδίκαζαν τους πολίτες σε απίστευτες ταλαιπωρίες κάθε φορά που ένιωθαν να θίγεται ένα πολλοστημόριο των ταξικών συμφερόντων τους... Δεν πτόησαν τον τυχοδιωκτικό καιροσκοπισμό των πολιτικών κομμάτων, που εξαγόραζαν με δημόσιο χρήμα τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων και το δικαίωμα στην εξουσία...

Σαν τον ήρωα συμφωνίας του Μάλερ, καταδικασμένο σε άνιση μάχη με το πεπρωμένο, η Ελλάδα μετράει τώρα τις δικές της «σφυριές». Ας μην σπεύσουμε, όμως, ν’ αναζητήσουμε τους αυτουργούς αποκλειστικά και μόνο στον αδιαμφισβήτητο κυνισμό των αγορών και στη σκληρότητα –στα όρια του απάνθρωπου- των Ευρωπαίων εταίρων μας. Για ν’ αποκτήσουμε μια πλήρη, δίκαιη και ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας, θα χρειαστεί ίσως, όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, να βγάλουμε επιτέλους το κεφάλι απ’ την άμμο και να ρίξουμε μια γενναία ματιά στους καθρέφτες μας!

ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Φοβάμαι τους θυμωμένους!


Στο κλασικό, πλέον, σύγγραμμά του Οι Περιοχές των Σφαλμάτων σας (Your Erroneous Zones) ο Αμερικανός ψυχοθεραπευτής Wayne Dyer αναλύει τις συνηθέστερες λαθεμένες συμπεριφορές που ευθύνονται για την ανάπτυξη και διατήρηση των νευρώσεων στο σύγχρονο άνθρωπο. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στο πιο επικίνδυνο κι αυτοκαταστροφικό απ’ όλα τα συναισθήματα: τον θυμό!

Όπως γράφει ο Dr. Dyer, ο θυμός είναι «ένα είδος ψυχολογικής γρίπης που μας κάνει αδύναμους, όπως ακριβώς κι η σωματική αρρώστια». Τονίζει ιδιαίτερα πως σε καμία περίπτωση το αρνητικό αυτό συναίσθημα δεν αυξάνει την αποτελεσματικότητά μας στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, αφού προκαλεί ψυχική σύγχυση και διανοητική συσκότιση. Αν είναι αναγκαίο για λόγους τακτικής, μπορούμε να καμωθούμε πως είμαστε θυμωμένοι, διατηρώντας όμως στην πραγματικότητα την αυτοκυριαρχία μας (αυτό είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, π.χ., όταν θέλουμε να πείσουμε ένα παιδί να μη βγαίνει απρόσεκτα στο δρόμο).

Ο θυμός γίνεται τόσο πιο επικίνδυνος, όσο πιο ανώριμος είναι ο φορέας του που καλείται να τον διαχειριστεί. Αν η θέα ενός γεμάτου όπλου στα χέρια ενός θυμωμένου ενήλικα φοβίζει, στα χέρια ενός θυμωμένου παιδιού τρομοκρατεί! Όπως, προσωπικά, με τρομοκρατούν τα «οπλοφορούντα» οργισμένα «παιδιά» που παρελαύνουν κατά συρροή τις μέρες αυτές στους δέκτες των τηλεοράσεών μας. Και αναφέρομαι στους διάφορους εκπροσώπους του πολιτικού φορέα που διεκδικεί την κατάληψη της εξουσίας με σκοπό το γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο της χώρας απ’ την αρχή. Με κύριο –αν όχι μοναδικό- υλικό ανοικοδόμησης τον ίδιο το θυμό, τόσο του λαού-ψηφοφόρου όσο και των επίδοξων εξουσιαστών!

Με τρομάζουν τα αλλοιωμένα από την οργή χαρακτηριστικά των προσώπων, η υστερική οξύτητα της φωνής που κραυγάζει αδιάκοπα, οι νευρικές κινήσεις των χεριών που μάταια προσπαθούν να υποκαταστήσουν τον πειστικό λόγο, ο αγχώδης ρυθμός μιας ομιλίας κενής περιεχομένου όπου τη θέση των σοβαρών πολιτικών επιχειρημάτων έχουν καταλάβει τετριμμένα, μονότονα επαναλαμβανόμενα συνθήματα του πεζοδρομίου...

Με τρομάζει η θνησιγενής φύση των πραγμάτων που χτίζονται πάνω στο θυμό. Γιατί, μόλις η θυμωμένη γενιά καταλάβει την εξουσία, ο θυμός της μοιραία θα εκτονωθεί. Μαζί θα εκλείψει και η μοναδική πρώτη ύλη που τώρα νοηματοδοτεί και προσανατολίζει την πολιτική της στόχευση. Και το κενό που θ’ απομείνει δύσκολα θα καλυφθεί, αφού ο θυμός στην προκειμένη περίπτωση είναι κάτι σαν τους καβαφικούς βαρβάρους: είναι κακό πράγμα να τον έχει κανείς, όμως ακόμα χειρότερο πράγμα είναι η απουσία του!

Με τρομάζει, τέλος, ο εναγκαλισμός των πιθανών αυριανών εξουσιαστών με κάποια ακραία περιθωριακά στοιχεία που έχουν αναγάγει τον θυμό σε «πολιτική» αρετή και υπαρξιακή προϋπόθεση. Έναν θυμό που κάποια στιγμή οδήγησε ακόμα και στο μαζικό έγκλημα με το άλλοθι της «δίκαιης λαϊκής εξέγερσης»: το ολοκαύτωμα τριών νέων εργαζομένων σε μια τράπεζα, μια αποτρόπαιη πράξη που δεν καταδικάστηκε ποτέ ποινικά αλλά, κυρίως, πολιτικά (καθώς ελάχιστους έπεισαν τα προσχηματικά μισόλογα των εκπροσώπων των δύο «φιλολαϊκών» πτερύγων του κοινοβουλίου, μία εκ των οποίων φιλοδοξεί να λάβει «καθαρή εντολή» διακυβέρνησης της χώρας...).

Ήμουν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας όταν πρωτοδιάβασα τα Τρία Κλικ Αριστερά της Κατερίνας Γώγου, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Ομολογώ πως με γοήτευσε τότε η παρακμιακή νοσηρότητα που απέπνεαν οι στίχοι, αποτέλεσμα εντυπωσιακού μετασχηματισμού σε ποίηση ενός βαθιά υποκρυπτόμενου θυμού που διαπερνά το ασυνείδητο κάθε λέξης! Μια νοσηρότητα που όριζε ως μονόδρομο της ζωής την πορεία στην αυτοκαταστροφή, πρόγραμμα που πιστά τήρησε και η ίδια η ποιήτρια. Είναι άραγε έτοιμη κι αποφασισμένη μια ολόκληρη χώρα, υπό το κράτος ενός –δίκαιου, έστω- ομαδικού θυμού, να κάνει το μοιραίο «κλικ αριστερά»; Φοβάμαι την απάντηση... Κι ακόμα περισσότερο φοβάμαι την οργή απ’ τη διάψευσή της!

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πόσο καλή είναι, τελικά, η αντιαυταρχική εκπαίδευση;

Πεποίθησή μου –όπως και πολλών συναδέλφων εκπαιδευτικών- ήταν πάντα πως, πρωταρχικός στόχος της εκπαίδευσης δεν είναι η μετάδοση χρηστικής πληροφορίας ή η καλλιέργεια επιστημοσύνης, αλλά το χτίσιμο χαρακτήρων. Και για να χτίσεις κάτι καλό θα πρέπει τα υλικά να είναι άριστα, αφού ο μαθητής θα δομήσει σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητά του έχοντας ως λαμβάνουσα τον χαρακτήρα και την εν γένει συμπεριφορά του ίδιου του δασκάλου.

Ένα κρίσιμο ζητούμενο που διαμορφώνει την παιδαγωγική φιλοσοφία του εκπαιδευτικού είναι η εξισορρόπηση ανάμεσα στον δημοκρατικό φιλελευθερισμό (κανένας συσχετισμός με τον αντίστοιχο πολιτικό όρο!) και την πειθαρχία. Δηλαδή, σε τι ποσοστό η πολιτική του δασκάλου θα διαμορφώνεται ελαστικά, λαμβάνοντας υπόψη τις προτιμήσεις κι επιθυμίες των μαθητών του, και σε τι ποσοστό θα στοχεύει να διδάξει στον μαθητή την αρετή της προσαρμογής σε μη διαπραγματεύσιμες αρχές, ακόμα και σ’ αυτές με τις οποίες ενδεχομένως θα διαφωνεί...

Αν και, ως εκπαιδευτικός, έτεινα πάντα ετεροβαρώς προς την «φιλελεύθερη» πλευρά, αρχίζω πια να έχω δεύτερες σκέψεις. Η αφελώς εξιδανικευμένη εικόνα του «αγνού» μαθητή που, ως tabula rasa, αναμένει ν’ απορροφήσει με ευγνωμοσύνη το καλό υλικό που θα του προσφέρει ο δάσκαλος, έχει αρχίσει να ξεθωριάζει και ν’ αποδομείται στη συνείδησή μου, δίνοντας τη θέση της σε μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση του σύνθετου χαρακτήρα της νέας γενιάς. Ρόλο σ’ αυτό τον όψιμο αναθεωρητισμό της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας μου έπαιξαν διάφορες λαμβάνουσες (άμεσες ή έμμεσες), καθώς και η παρακολούθηση δημόσιων τοποθετήσεων ανθρώπων που προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα φωτισμένους (αναφέρω επιλεκτικά τον Φιλόθεο Φάρο, τονίζοντας, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πως ελάχιστα με απασχολούν τα θρησκευτικά ζητήματα...).

Μεταφέρω, ενδεικτικά, στον αναγνώστη δύο πρόσφατες εμπειρίες. Η πρώτη προέρχεται από πολύ αξιόπιστη αυτόπτη μάρτυρα: Η σκηνή στο λεωφορείο, όπου μια παρέα τελειόφοιτων του Λυκείου σχολιάζουν χλευαστικά και μεγαλόφωνα μια καθηγήτρια του σχολείου τους. Οι χαρακτηρισμοί λίγο-πολύ τυποποιημένοι: «ηλίθια», «φυτό», «ανέραστη» (για να το πω κομψά)... Ο λόγος: η υπέρμετρη ευγένεια και δημοκρατικότητά της απέναντι στους μαθητές! Αφορμή της «καζούρας» ήταν το γεγονός ότι η καθηγήτρια ευχαρίστησε ευγενικά έναν μαθητή που επέστρεψε στο μάθημα χωρίς να καταχραστεί την άδεια που του είχε δώσει ν’ απουσιάσει για λίγο από την τάξη!

Διηγήθηκα το περιστατικό στους φοιτητές μου, περιμένοντας αφελώς να μοιραστούν το αίσθημα αποτροπιασμού μου και να καταδικάσουν το συμβάν. Τα αμήχανα βλέμματα και τα πονηρά γέλια τους, όμως, με προσγείωσαν απότομα σε μια πραγματικότητα που δεν μπορούσα –ή δεν ήθελα- να δω...

Συνεχίζω με μια καθαρά προσωπική εμπειρία. Στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αξιολόγησης των σχολών της Τριτοβάθμιας, οι σπουδαστές μας κλήθηκαν πρόσφατα να καταθέσουν (ανώνυμα) τις απόψεις τους για την ποιότητα του προσφερόμενου διδακτικού έργου. Ένα από τα αρνητικά σχόλια με αφορούσε προσωπικά, και αναφερόταν στην χρονολογούμενη πρακτική μου να ρωτώ τους μαθητές μου αν προτιμούν να βαθμολογηθούν με βάση ένα γραπτό διαγώνισμα, ή με την εκπόνηση κάποιας εργασίας πάνω στο αντικείμενο του μαθήματος. Παραθέτω αυτούσιο το σχόλιο:

«ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ (Π.Χ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΤΙ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ) ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ» (!)

Οι μαθητές αυτοί είχαν την ευθύτητα να εκφράσουν ανοιχτά την αμφισβήτησή τους για μια αμφιλεγόμενη –και ενδεχομένως αδόκιμη- «δημοκρατική» προσέγγιση στην εκπαίδευση. Το σχόλιο αποτελεί γενναία έκφραση παιδαγωγικού πραγματισμού, και έχει την ακόλουθη προφανή ερμηνεία: Είναι «λάθος» ο δάσκαλος να επιδιώκει την συμπάθεια των μαθητών του μέσω φιλελεύθερων συμπεριφορών, γιατί είναι πολύ πιθανό να το θεωρήσουν αυτό ως ένδειξη αδυναμίας, ίσως μάλιστα και ως έμμεση αποδοχή ανεπάρκειας εκ μέρους του! Θα εκλάβουν, ενδεχομένως, ακόμα και την προσπάθεια να κάνει το μάθημά του πιο προσιτό κι ενδιαφέρον, με χρήση «άλλων μέσων διδασκαλίας», όχι σαν μια ειλικρινών προθέσεων παιδαγωγική μέθοδο προς όφελος των μαθητών του, αλλά σαν ευτελή πράξη «εξαγοράς» της ανοχής τους απέναντι στις (υποτιθέμενες) δικές του «μειονεξίες»!

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν έχει τελικά παιδαγωγική σκοπιμότητα η επίδειξη υπέρμετρης δημοκρατικότητας εκ μέρους του δασκάλου, και η επιδίωξη της ανάπτυξης θετικών συναισθημάτων του μαθητή προς το πρόσωπό του (το αντίστροφο, φυσικά, θα πρέπει να ισχύει πάντα και χωρίς προϋποθέσεις!). Ίσως αποτελεσματικός –και εν τέλει εκτιμούμενος κι από τον ίδιο το μαθητή– είναι εκείνος ο παιδαγωγός που εφαρμόζει πιστά τη χρυσή ρήση της μάθησης: «ο προσθείς γνώσιν προστίθησι άλγημα»!

Άσχετα βέβαια αν, στην πράξη, το «άλγημα» δεν υπακούει πάντα στις ορθολογικές οριοθετήσεις της παιδαγωγικής αναγκαιότητας (αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία...).

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πόσο μακριά πέφτει, τελικά, η Βαϊμάρη;

Από την αρχή αυτής της κρίσης, στη σκέψη πολλών γεννήθηκαν συνειρμοί με την ιστορική περίοδο της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», το πρώτο, σχετικά βραχύβιο (1919-1933) πείραμα της Γερμανίας με τη δημοκρατία μετά την ήττα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μια δημοκρατία που καταλύθηκε de facto με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία.

Οι συνειρμοί αυτοί δεν είναι αδικαιολόγητοι, αν σκεφτεί κανείς μερικά κοινά χαρακτηριστικά: ακραία οικονομική ύφεση, καλπάζουσα ανεργία και συνθήκες αυξανόμενης εξαθλίωσης των πολιτών, στοχοποίηση –στα όρια της δαιμονοποίησης- εκ μέρους των υπολοίπων ευρωπαϊκών λαών, αίσθημα ήττας και εθνικής ταπείνωσης, εσωτερική αναρχία με ανεξέλεγκτη δράση ακραίων ομάδων του κοινωνικού και πολιτικού περιθωρίου, κατακόρυφα αυξανόμενη εγκληματικότητα... Ακόμα και η συγκυριακή οικονομική δυσπραγία της υπερατλαντικής υπερδύναμης, της μόνης χώρας που έδειχνε κάποιες «φιλικές» διαθέσεις προς το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης!

Στην παγίδα του «συνδρόμου της Βαϊμάρης» έπεσα κι ο ίδιος, όπως φανερώνει ένα προηγούμενο άρθρο μου: «Πόσο απέχουν λίγα εκατοστά στο χάρτη;» (http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=451969) Διατύπωσα, τότε, ανοιχτά τον φόβο ότι, όπως το ναζιστικό κόμμα εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για να την καταλύσει, έτσι και κάποιοι σύγχρονοι εγχώριοι υπερεθνικιστές, θαυμαστές αναφανδόν των ναζί, θα μπορούσαν υπό τις παρούσες ακραίες περιστάσεις να προκαλέσουν ρωγμές –ίσως ακόμα και θανάσιμο τραυματισμό- στο δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας...

Ίσως θα ‘πρεπε να αισθάνομαι δικαιωμένος για τους φόβους μου μετά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα και τις απρόσμενα υψηλές επιδόσεις κάποιων ακραίων «πολιτικών» σχηματισμών... Εν τούτοις, αρχίζω σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ πως η φωτιά δεν βρίσκεται απαραίτητα εκεί (ή τουλάχιστον, μόνο εκεί) απ’ όπου έρχεται ο καπνός! Γιατί, όλοι εμείς που διαλογιστήκαμε πάνω στους «προφανείς» συσχετισμούς με τη Βαϊμάρη, δεν λάβαμε υπόψη και κάποιες πολύ σημαντικές διαφορές: το γεγονός, π.χ., ότι η Γερμανία, αν και ηττημένη στον Μεγάλο Πόλεμο, παρέμενε βιομηχανική δύναμη με σημαντικό φυσικό πλούτο (πράγμα που βοήθησε τους ναζί στην εξαγορά συνειδήσεων μέσω ανόρθωσης της οικονομίας και καταπολέμησης του εφιάλτη της ανεργίας) αλλά και την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η δημοκρατία στη σημερινή Ελλάδα –σε αντίθεση με το ασταθές νεαρό, τότε, πολίτευμα της Βαϊμάρης- είναι καλά παγιωμένη και διαθέτει όλους τους αυτοσυντηρητικούς μηχανισμούς που απαιτούνται ώστε να μην κινδυνεύει από τους αρνητές της, ακόμα και τους ευρισκόμενους εντός του συμβολικού χώρου του κοινοβουλίου (και είναι σίγουρα περισσότεροι του ενός!).

Όμως, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, το πολίτευμα απειλείται από τις ίδιες του τις εσωτερικές παθογένειες, εκείνες τις καταστροφικές νοοτροπίες και συμπεριφορές, δηλαδή, που αναδύονται μέσα από καθαρά δημοκρατικές διαδικασίες. Ακούγοντας αυτές τις μέρες στα κανάλια τον πολιτικά οξύ (στα όρια του ιταμού), προκλητικά αλαζονικό, αυτάρεσκα εγωπαθή, επικίνδυνα ανεύθυνο, και σαγηνευτικά –για τους δεινοπαθούντες πολίτες- λαϊκιστικό λόγο των οιονεί «νικητών» της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης, αρχίζω να διακρίνω το φάντασμα μιας νέας απειλής για την οποία το πολίτευμα δεν έχει αντίδοτο, αφού αυτή είναι γέννημα-θρέμμα της ίδιας της λαϊκής βούλησης και, ως εκ τούτου, αποτελεί ιερή θεσμική επιταγή και απαράβατη εντολή εθνικής πορείας...

Αρχίζει σιγά-σιγά να αποκαλύπτεται ότι το φαινομενικά α-πολιτικό κίνημα των «αγανακτισμένων» είχε κομματική υποδαύλιση και οδήγησε σε σημαντική εκλογική κεφαλαιοποίηση... Αρχίζει επίσης να αχνοφαίνεται η κυνική, αλαζονική μορφή νέων καιροσκόπων δημαγωγών που συγκεντρώνουν όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά –αλλά δυστυχώς μόνο αυτά- των αρχιερέων του δικομματισμού, παλιών και νεότερων... Και αρχίζει να παγιώνεται η αίσθηση ότι κάποιοι προετοίμασαν μεθοδικά την ανάδειξη αυτών των μορφών σε επικυρίαρχες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής, έστω κι αν η επικυριαρχία αυτή θα είχε ως προϋπόθεση μια εθνική τραγωδία (με αναμφίβολη και πρωταρχική, βεβαίως, ευθύνη του δικομματισμού)...

Διαβάζοντας τώρα ξανά το παλιότερο άρθρο μου, αναθεωρώ την αρχική πρόθεσή μου να προβάλω το ερώτημα του τίτλου του ως ρητορικό: κανείς δεν μπορεί, τελικά, να καταφεύγει σε εύκολες συγκρίσεις και συσχετισμούς με την ιστορική περίοδο της Βαϊμάρης προκειμένου να κατανοήσει την σύνθετη τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα στη χώρα μας. Κι αυτά που με φοβίζουν περισσότερο δεν είναι τόσο οι ομοιότητες, όσο κάποιες από τις διαφορές. Γιατί, όσο κι αν συνεχίζει να τρομάζει το φάντασμα του φασισμού, η δημοκρατία έχει σήμερα όλους τους αμυντικούς μηχανισμούς που χρειάζονται για την προστασία των θεσμών της.

Ο πραγματικός κίνδυνος για το πολίτευμα, όμως, συνίσταται στις επιδέξιες μεταμφιέσεις του πολιτικού αμοραλισμού σε δημοκρατικά καθαγιασμένους «φιλολαϊκούς» οραματισμούς. Και ο κίνδυνος αυτός θα εκλείψει μόνο όταν «ο λαός» –για να μεταχειριστώ μια προσφιλή έκφραση της πολιτικής ρητορείας– πάψει να αναδεικνύει τους πολιτικούς ηγέτες του με βάση την ελκυστική εικόνα και την ευχάριστη θωπεία ακουστικών τυμπάνων και συνειδήσεων, και αρχίσει να τους επιλέγει με βάση ρεαλιστικές θέσεις και αποδεδειγμένα ειλικρινείς προθέσεις...

Για να μη ζήσουμε πάλι αυτά που βλέπαμε για χρόνια ολόκληρα στο εναλλασσόμενο εξουσιαστικό πινγκ-πονγκ του δικομματισμού, κι αυτά που (δυστυχώς) ξαναείδαμε στην πρόσφατη εκλογική διαδικασία της κατεδάφισής του!

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

«Εγέρθητι!»


Όχι, το παραπάνω ρήμα (στην προστακτική) δεν αποτελεί πρόσταγμα σεβασμού προς το πρόσωπο πολιτικού αρχηγού...

...Αποτελεί πρόσταγμα κινητοποίησης ανατομικού στοιχείου Έλληνος ψηφοφόρου έτοιμου να επιδοθεί σε παρατεταμένη ερωτική αυτοπάθεια!

Μόνο που, καμιά φορά, το πρόσταγμα αυτό μπορεί να φτάσει κατά λάθος στ' αυτιά των εκλεκτών του ψηφοφόρου, και να παρερμηνευτεί...

...Και τότε, ο άφρων ψηφοφόρος μπορεί ν' ανακαλύψει το αποτέλεσμα του προστάγματος σε κάποια πολύ ευαίσθητα απόκρυφα μέρη του!

Με τις υγείες του!

(Αφιερωμένο ιδιαίτερα –αλλά όχι αποκλειστικά- σε απογόνους ηρώων...

Εκείνων των ηρώων που μόλις προχθές έμαθαν ότι υπήρξαν... κορόιδα!)

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ψηφίζοντας «εραστή» (ή, όταν η Αριστερά πουλάει στυλ)

Τη σκηνή μού τη μετέφερε γνωστό μου άτομο... Η συζήτηση έχει φουντώσει για τα καλά στη γυναικοπαρέα άνω των δεύτερων «άντα», μαζί με το κέφι στο νυχτερινό στέκι. Το θέμα, φυσικά, οι επικείμενες εκλογές. Όπως είναι φανερό, η παρέα των κυριών έχει ήδη αναδείξει –και με συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία- την δική της κυβέρνηση!

Να σημειώσω εδώ ότι οι εν λόγω κυρίες, αστές μπον βιβέρ στο σύνολό τους, έχουν τόση σχέση με την Αριστερά όση είχε η γιαγιά μου με τη... θεωρία της σχετικότητας! Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα των «εκλογών» εκπλήσσει, έχοντας αναδείξει ως πρώτο κόμμα –ορθότερα, μοναδικό κόμμα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση- ένα κόμμα της παραδοσιακής Αριστεράς (που έπαψε όμως, δυστυχώς, να τιμά τόσο τις παραδόσεις του, όσο και την ίδια την Αριστερά...).

Η αποθέωση του πολιτικού ορθολογισμού συντελέστηκε με την –σχεδόν ομόφωνα αποδεκτή από την παρέα- αιτιολόγηση της ψήφου: ο νεαρός αρχηγός του κόμματος είναι «πολύ γκόμενος»! (Ζητώ συγνώμη από τον αναγνώστη για την τραχύτητα της γλώσσας, αλλά η καταφυγή σε λεκτικές σεμνοτυφίες τέτοιες ώρες ισοδυναμεί με προσπάθεια ανοίγματος παλαιού τύπου κονσέρβας με... μαρουλόφυλλο!)

Αν η αξία ενός πολιτικού σχηματισμού κρίνεται όχι μόνο από το πόσοι, αλλά και το ποιοι και γιατί τον ψηφίζουν, τότε θλίβομαι ειλικρινά για την κατάντια της παραδοσιακής (τονίζω τον επιθετικό προσδιορισμό!) Αριστεράς: το ένα της σκέλος επιμένει να μάχεται ως Δον Κιχώτης για την αναβίωση του αλήστου μνήμης «υπαρκτού» σοσιαλισμού (διατηρώντας, εν τούτοις, μια ιδεολογική συνέπεια και κάποιο παραδοσιακό ήθος), ενώ το άλλο σκέλος αγρεύει τυχοδιωκτικά πελατεία σε κάθε πιθανό κι απίθανο επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, πουλώντας ωραιοπαθές «στυλάκι», υπερφίαλο «υφάκι» και ιλουστρασιόν επαναστατικές ρητορείες που συγκινούν (ή μάλλον, θα έπρεπε να συγκινούν...) μόνο τους υστερούντες σε στοιχειώδεις γνώσεις πολιτικής ιστορίας!

Τώρα, όσο για τις επικείμενες εκλογές, θα πρέπει μάλλον να το αποδεχθούμε ως αναπόφευκτη παθογένεια της πολιτικής πραγματικότητας ότι, για ένα μέρος του εκλογικού σώματος (όχι ευκαταφρόνητο, δυστυχώς...) οι «άξιοι» εκπρόσωποι θ’ αναζητηθούν με βάση την απατηλή γοητεία της δημόσιας εικόνας και όχι την ιδεολογική συνέπεια και τον πολιτικό ρεαλισμό που απαιτούν οι περιστάσεις. Στην τραγικότερη –και ευτελέστερη για το πολίτευμα- έκφανση του προβλήματος, μάλιστα, κάποιοι ή κάποιες θα ψηφίσουν εν δυνάμει «ερωτικούς εταίρους» αντί πολιτικών αντιπροσώπων!

Αυτό θα μπορούσε ακόμα και να είναι χαριτωμένο – αρκεί ο «ερωτισμός» του εκλεκτού να μην αποδειχθεί στη συνέχεια κυνικός τυχοδιωκτισμός του επιβήτορα!

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η δικαιοσύνη στη χώρα των κβάντων...

Ο μικρόκοσμος των κβαντικών φαινομένων φαίνεται συχνά ασύμβατος με την καθημερινή μας εμπειρία. Για παράδειγμα, ένα μικροσκοπικό σωμάτιο είναι δυνατό να έχει φανταστική ταχύτητα (η τιμή της, δηλαδή, να μην ανήκει στους πραγματικούς αριθμούς), όπως και ένα φαινόμενο μπορεί να παραβιάζει την αρχή διατήρησης της ενέργειας. Η θεμελιώδης κβαντική αρχή που «καθαγιάζει» τέτοιους παραλογισμούς και τους καθιστά μέρος της φυσικής πραγματικότητας, ονομάζεται «αρχή της αβεβαιότητας». Σύμφωνα με αυτήν, κάποια μεγέθη στο μικρόκοσμο δεν μπορούν ποτέ να προσδιοριστούν με απόλυτη ακρίβεια, όσο τέλειες πειραματικές διατάξεις κι αν διαθέτουμε.

Κρυμμένη πίσω από το άλλοθι της αβεβαιότητας, η Φύση μπορεί έτσι να παραβιάζει τις ίδιες της τις αρχές, με μία βασική, όμως, προϋπόθεση: να μην υπάρχουν μάρτυρες αυτής της «παρανομίας»! Με άλλα λόγια, έστω κι αν γνωρίζουμε ότι παραβιάζεται η αρχή διατήρησης της ενέργειας σε μια κβαντική διαδικασία, είναι αδύνατο να το αποδείξουμε στην πράξη, αφού κάθε απόπειρα προς τούτο απαιτεί μια ελάχιστη αλληλεπίδραση με το κβαντικό σύστημα, μέσω της οποίας το σύστημα θα αποκτήσει τελικά την ενέργεια που του χρειάζεται ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή αυτή τη στιγμή της παρατήρησης. Είναι κάτι σαν τον αστυφύλακα που κάνει πάντα τόσο θόρυβο ώστε να τον πάρει είδηση ο κακοποιός και να προλάβει να πηδήσει απ’ το παράθυρο!

Η λογική της κβαντικής αρχής της αβεβαιότητας διέπει και κάποιες πτυχές της κοινωνικής ζωής. Στο χώρο της δικαιοσύνης, το ανάλογο της αρχής συνίσταται στο «τεκμήριο της αθωότητας», μια απ’ τις κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Σύμφωνα με αυτό, κάθε άνθρωπος θεωρείται αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Έτσι, είναι υποχρέωση της Πολιτείας να αποδείξει την ενοχή ενός κατηγορουμένου, όχι του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του. Η αρχή αυτή υποχρεώνει το δικαστήριο να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου σε περίπτωση αμφιβολίας («in dubio pro reo»). Όσο έντονη, λοιπόν, κι αν είναι η υποψία για την ενοχή ενός δικαζόμενου, η καταδίκη του θα πρέπει πάντα να βασίζεται σε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία και όχι σε απλές ενδείξεις.

Μια ευτελής εκλαΐκευση της παραπάνω αρχής, λέει: «μπορείς να κλέψεις, αρκεί να μη σε πιάσουν»! Μια προτροπή που πέρασε, δυστυχώς, στο ελληνικό συνειδησιακό DNA της μεταπολιτευτικής περιόδου, από τον πιο απλό πολίτη ως τον πλέον υπεύθυνο θεσμικό παράγοντα. Και το θύμα της κλοπής ήταν συχνά η ίδια η οικονομία της χώρας. Για τον μέσο πολίτη αυτό σήμαινε εξαπάτηση της εφορίας. Για τους κρατούντες ήταν κάτι ακόμα χειρότερο: καταλήστευση των δημόσιων ταμείων με σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό. Πράξεις που, μέσα στη γενική ηθική και αξιακή παρακμή κατάντησαν να θεωρούνται de facto ως «θεμιτές», με μόνη προϋπόθεση την απουσία τυπικής νομικής τεκμηρίωσής τους από το ούτως ή άλλως χαλαρό και διάτρητο σύστημα εποπτείας της Πολιτείας. Μιας Πολιτείας που έφτασε να επιβραβεύει τη «μαγκιά» των επιτήδειων και να τιμωρεί την εντιμότητα των «κορόιδων»!

Όσο κι αν μας σοκάρουν τώρα οι κανιβαλιστικές τηλεοπτικές εικόνες πρώην πανίσχυρων υπουργών οδηγούμενων με χειροπέδες στη φυλακή, αυτές δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα όψιμα ενεργοποιημένο αυτοσυντηρητικό ανακλαστικό μιας δημοκρατίας που είχε αρχίσει να αργοπεθαίνει μέσα στη γενική σήψη θεσμών και συνειδήσεων. Ενός συστήματος που, έστω και αργά, αντιλήφθηκε πως οι νόμοι μιας κοινωνίας δεν μπορεί να διέπονται από τα κβαντικά παράλογα του μικρόκοσμου. Ενός κράτους που αποφάσισε, επιτέλους, να εφαρμόσει αμερόληπτα το δημοκρατικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας, αξιώνοντας από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του να κάνουν στο ακέραιο το καθήκον τους χωρίς την συνήθη καταφυγή σε υποκριτικούς στρουθοκαμηλισμούς!

Σε αντίθεση με τον κόσμο των κβάντων, σ’ αυτήν εδώ τη ζωή καμία αβεβαιότητα δεν είναι εξ ορισμού αξεπέραστο εμπόδιο για μια δικαιοσύνη που δεν επιχειρεί να καλύψει τις ανεπάρκειές της πίσω από το πρόσχημα της «αμφιβολίας». Και, εν τέλει, δεν απαιτείται να κατέχει κανείς νόμπελ στην κβαντομηχανική για να διαπιστώσει το μη συμβατό ανάμεσα στον –έστω παχυλό- μισθό ενός ανώτατου κρατικού λειτουργού και την προκλητικά «χλιδάτη» ζωή ενός ωραιοπαθούς μπον βιβέρ. Ακόμα και κάποιου που διέπρεπε κάποτε στις πολιτικές κενολογίες και πλειοδοτούσε στις άνευ αντικρίσματος «σοσιαλιστικές» ρητορείες!

ΤΟ ΒΗΜΑ

ΤΟ ΒΗΜΑ - Οι χορτάτοι και οι «ξελιγωμένοι»: σκέψεις για δύο τελικούς...

Σαν φίλαθλος της ΑΕΚ, μελαγχόλησα βλέποντας το φινάλε του χθεσινού τελικού του κυπέλλου. Σαν φίλος του ποδοσφαίρου, όμως, ένιωσα για μια φορά περήφανος για το άθλημα που επέλεξα ν’ αγαπώ!

Τα ανάμεικτα συναισθήματά μου οφείλονταν στη συμπεριφορά του κόσμου κατά την απονομή των μεταλλίων και του τροπαίου στους πρωταγωνιστές. Είδα τους χορτασμένους από τίτλους φιλάθλους του Ολυμπιακού να χειροκροτούν όρθιοι και με σεβασμό τους παίκτες του ηττημένου αλλά ηρωικού αντιπάλου τους, κι εκείνους να ανταποδίδουν το χειροκρότημα... Είδα παίκτες και παράγοντες των δύο φιναλίστ ν’ αποχωρούν από το γήπεδο σαν φίλοι, έχοντας να πουν μόνο καλές κουβέντες οι μεν για τους δε... Είδα δύο ομάδες που αντιμετώπισαν τον τελικό σαν αυτό που θα ‘πρεπε να είναι: γιορτή του ποδοσφαίρου!

Την ίδια στιγμή, όμως, θυμήθηκα έναν άλλο τελικό, ένα χρόνο πριν... Ο χθεσινός ηττημένος, ο Ατρόμητος, ήταν και πάλι παρών, με αντίπαλο αυτή τη φορά τη δική μου ομάδα. Μια ομάδα που, έχοντας χρόνια να γευτεί τη χαρά ενός τίτλου, έβλεπε αυτό το παιχνίδι σαν ευκαιρία μιας κάποιας διάσωσης του γοήτρου της. Αυτό το σύνδρομο στέρησης, δυστυχώς, οδήγησε τους οπαδούς της ΑΕΚ σε ένα άνευ προηγουμένου και εντελώς αναίτιο ξέσπασμα βίας: λίγα λεπτά πριν τη λήξη, κι ενώ η ομάδα τους προηγείτο ήδη με το άνετο 3-0, εισέβαλαν στο αγωνιστικό χώρο και άρχισαν να χτυπούν τους αντίπαλους ποδοσφαιριστές (οι οποίοι είχαν επιδείξει άψογη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του αγώνα) αλλά και τον διαιτητή της συνάντησης (ο οποίος μάλλον είχε ευνοήσει, παρά αδικήσει, την ΑΕΚ!). Για ν’ αποφευχθούν τα χειρότερα, ο διαιτητής –με την συναίνεση και των παραγόντων του Ατρομήτου- σφύριξε τη λήξη του παιχνιδιού ανακηρύσσοντας νικήτρια την ΑΕΚ, αντί, ως τυπικά όφειλε, να διακόψει τον αγώνα εις βάρος της...

Ξαναγυρνώντας στο σήμερα, αισθάνομαι την ανάγκη να συγχαρώ δημόσια τον Ολυμπιακό για τη χθεσινή νίκη του. Και δεν αναφέρομαι στο αποτέλεσμα αυτού τούτου του αγώνα, αλλά στην ηθική νίκη του αυθόρμητου, ιπποτικού χειροκροτήματος στον ηττημένο αντίπαλο. Ξέρω, θα αντιτείνετε πως οι «χορτασμένοι» έχουν περιθώρια για τέτοιες επιδείξεις αβροφροσύνης! Ως εκπρόσωπος των άλλων, των «ξελιγωμένων», όμως, θα σας ομολογήσω ότι το τέλος του περσινού τελικού δεν με βρήκε να πανηγυρίζω τη νίκη της ομάδας μου, αλλά να ντρέπομαι που δηλώνω οπαδός της...

Γιατί κάποτε οι νίκες της ΑΕΚ ήταν πρωτίστως ηθικές. Κι αυτό μας έκανε να ξεχωρίζουμε από εκείνους που κοροϊδευτικά, τότε, αποκαλούσαμε «κάφρους». Τους ίδιους που χθες, τουλάχιστον, κέρδισαν με το σπαθί τους το δικαίωμα στην ύπαρξη αυτού του άρθρου... Γραμμένου μάλιστα από φανατικό αντίπαλο!

ΤΟ ΒΗΜΑ