Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ρατσισμός: Καλώς τον τιμωρούμε. Μήπως πρέπει και να τον ορίσουμε;

Μεγάλη συζήτηση γίνεται τις μέρες αυτές και πάλι για τον αντιρατσιστικό νόμο. Δηλώνω ευθύς εξαρχής (προς αποφυγή παρερμηνείας των προθέσεών μου) ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου νόμου είναι αναγκαία, τόσο για λόγους αμιγώς ηθικούς, όσο και για λόγους συμβατότητας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αν όμως κάποιος θέλει να εξετάσει το θέμα του ρατσισμού δίχως το φίλτρο μιας (απόλυτα κατανοητής) ηθικολογίας, θα πρέπει να αναρωτηθεί αν αυτή τούτη η έννοια βάσει της οποίας στοιχειοθετείται μια αξιόποινη πράξη, είναι καλώς και πλήρως καθορισμένη. Με άλλα λόγια, ίσως ο ρατσισμός θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικότερα από καθαρά εννοιολογική άποψη, προτού η Δικαιοσύνη εκδώσει αδιάτρητες και μη αμφισβητήσιμες ετυμηγορίες για πράξεις, υποτίθεται, ρατσιστικές.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απλά και μόνο μια απόπειρα εννοιολογικής προσέγγισης στον ρατσισμό. Μια προσπάθεια εύρεσης, δηλαδή, ενός κοινά αποδεκτού εννοιολογικού πλαισίου – πέραν αυτού που μας υποδεικνύουν τα λεξικά – βάσει του οποίου θα μπορούσε κάποιος να κρίνει, κατά το δυνατόν αντικειμενικά, αν μια δοσμένη συμπεριφορά είναι ή όχι ρατσιστική.

Συμπαγής και οικουμενικά αποδεκτός ορισμός της έννοιας του ρατσισμού δεν υφίσταται. Η έννοια ορίζεται συνήθως με τρόπο που να καλύπτει συγκεκριμένες συμπεριφορές διαχωρισμού με βάση, π.χ., φυλετικά, εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά, κλπ., χαρακτηριστικά. Αυτός ο εννοιολογικός κατακερματισμός είναι μεν χρήσιμος για τις ανάγκες κατηγοριοποίησης του προβλήματος, αφήνει όμως μια αίσθηση ανολοκλήρωτου σε όσους επιζητούν την ένταξη ενός συνόλου συμπεριφορών σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Σε παλιότερο άρθρο μας, με την απόλυτη επίγνωση ότι εκφράζουμε προσωπικές και όχι κατ’ ανάγκη επαρκώς γενικές ή οικουμενικά αποδεκτές θέσεις, προτείναμε τον ακόλουθο ορισμό:

Ρατσισμός είναι κάθε ιδεολογία ή πρακτική που στοχεύει στον επιλεκτικό διαχωρισμό σε βάρος μιας ομάδας ανθρώπων, μελών μιας κοινωνίας, με βάση ένα σύνολο κοινών χαρακτηριστικών τα οποία τα μέλη της ομάδας φέρουν ακούσια και τα οποία, αντικειμενικά, δεν επηρεάζουν την δυνατότητα συμμετοχής των μελών της ομάδας στις θεμελιώδεις λειτουργίες της κοινωνίας. (Ως «θεμελιώδεις λειτουργίες» εννοούμε το σύνολο των δράσεων που απαιτούνται για την αυτοσυντήρηση της κοινωνίας και την πρόοδό της στην κατεύθυνση των κοινά αποδεκτών στόχων της.)

Επισημαίνουμε τρεις βασικές προϋποθέσεις που θέτει ο ορισμός:

1. Ο διαχωρισμός θέτει την ομάδα σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Είναι, δηλαδή, αρνητικός.

2. Τα χαρακτηριστικά λόγω των οποίων η ομάδα υφίσταται διάκριση δεν είναι αποτέλεσμα εκούσιας επιλογής των μελών της (είναι μη-επιλεγμένα).

3. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά δεν αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την ύπαρξη και την εν γένει λειτουργία της κοινωνίας.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα εφαρμογής του ορισμού:

1. Οι διώξεις των Ναζί κατά των Εβραίων ήταν ρατσιστικές, αφού βασίζονταν σε ένα μη-επιλεγμένο φυλετικό χαρακτηριστικό το οποίο με κανέναν αντικειμενικό τρόπο δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την ομαλή συμμετοχή των διωκόμενων στην οικονομική, πνευματική, πολιτική, κλπ., ζωή της Γερμανίας.

2. Ο αποκλεισμός ενός παίκτη με ύψος 1.60 μ. από μια ομάδα μπάσκετ δεν είναι ρατσιστικός. Μπορεί μεν το ύψος να είναι μια μη-επιλεγμένη ιδιότητα, επηρεάζει, εν τούτοις, τη δυνατότητα του παίκτη να συμβάλει θετικά στη λειτουργία της ομάδας.

3. Ο αποκλεισμός ατόμων από εργασιακές θέσεις ή δημόσια αξιώματα λόγω του φύλου τους ή των γενετήσιων ιδιαιτεροτήτων τους – εφόσον, εννοείται, η άσκησή τους δεν παραβιάζει αυτονόητους νόμους κάθε πολιτισμένης κοινωνίας – είναι ρατσιστικός. Ειδικά, μια ρατσιστική διάκριση με βάση το φύλο περιγράφεται με τον όρο «σεξισμός».

4. Κάποιοι φανατικοί καπνιστές αρέσκονται να χαρακτηρίζουν τον αποκλεισμό της συνήθειάς τους από δημόσιους χώρους ως «ρατσιστικό». Με βάση τον ορισμό που δώσαμε, αυτό είναι ανακριβές, για δύο λόγους: Πρώτον, το κάπνισμα αποτελεί μια επιλεγμένη συμπεριφορά. Δεύτερον, η συμπεριφορά αυτή είναι εν δυνάμει επιβλαβής ακόμα και γι’ αυτούς που, χωρίς να την επιλέγουν, την υφίστανται από τον διπλανό τους. Έτσι, η άσκηση της συνήθειας του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους καθιστά τον καπνιστή εξ ορισμού «αντικοινωνικό» στοιχείο και δικαιολογεί τον περιορισμό των ελευθεριών του.

Ένα πεδίο έντονης ιδεολογικής συζήτησης αφορά την σύγχρονη αντίληψη του ρατσισμού ως διάκριση στη βάση πολιτισμικών, μάλλον, παρά φυλετικών δεδομένων. Είναι ρατσιστική η απροθυμία μιας κοινωνίας να δεχθεί στους κόλπους της μετανάστες προερχόμενους από χώρες με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά;

Καταρχήν, κάθε μετανάστης φέρει αναπόφευκτα τα ιδιαίτερα στοιχεία του πολιτισμού μέσα στον οποίο «ζυμώθηκε» η προσωπικότητά του από την αρχή της ζωής του. Ως εκ τούτου, τέτοιες ιδιότητες δεν μπορούν να θεωρούνται εκούσια επιλεγμένες. Από την άλλη, η ένταξή του σε μια νέα κοινωνία προϋποθέτει έναν βαθμό προσαρμογής σε ένα σύνολο θεσμών, μερικοί εκ των οποίων ενδέχεται να μην είναι συμβατοί με τις πολιτισμικές του καταβολές. Για παράδειγμα, σε κάποιες κοινωνίες μπορεί να είναι ανεκτή έως και θεμιτή η αυτοδικία για λόγους τιμής, κάτι που σε άλλες κοινωνίες είναι ανεπίτρεπτο. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον ο μετανάστης είναι πρόθυμος να αναθεωρήσει μέρος των αυτονόητων, γι’ αυτόν, πολιτισμικών δεδομένων, προσαρμόζοντάς τα στο θεσμικό πλαίσιο της νέας του πατρίδας. Και η προσαρμογή αυτή είναι θέμα επιλογής!

Συμπερασματικά, το αν η αρνητική στάση μιας κοινωνίας απέναντι στη μετανάστευση αποτελεί ή όχι ρατσιστική συμπεριφορά, εξαρτάται τόσο από την προσαρμοστικότητα των ίδιων των μεταναστών στο βαθμό που απαιτεί η συμβατότητα με τους θεσμούς της κοινωνίας, όσο και από το αίσθημα δικαιοσύνης της κοινωνίας στην αξιολόγηση αυτής της προσπάθειας. Η απουσία ενός τέτοιου αισθήματος, ως αποτέλεσμα βαθιά ριζωμένης προκατάληψης, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρατσιστική.

Τα παραπάνω παραδείγματα αντιπροσωπεύουν βασικούς άξονες προβληματισμού σε κάθε αντιρατσιστικό νόμο. Αναρωτιέται, όμως, κανείς αν εξαντλούν ολόκληρο το φάσμα των συμπεριφορών που επιδέχονται τον χαρακτηρισμό του ρατσιστικού – με βάση, τουλάχιστον, τον γενικό ορισμό που προτείναμε. Αφήνω στην κρίση του αναγνώστη το κατά πόσον οι ακόλουθες περιπτώσεις αποτελούν de facto εκδηλώσεις ρατσισμού και, άρα, θα πρέπει να προβλέπονται από τον συντάκτη ενός αντιρατσιστικού νόμου:

1. Η απαξιωτική (συχνά χλευαστική) στάση απέναντι σε αυτούς που η Φύση δεν όριζε να περιλαμβάνονται στους «ευειδείς», σύμφωνα με τα αισθητικά κριτήρια μιας κοινωνίας…

2. Η – ακόμα χυδαιότερη – όμοια συμπεριφορά απέναντι στα άτομα με «ειδικές ανάγκες»…

3. Η σχεδόν γελοιογραφική απεικόνιση της γυναίκας που τολμά να διεκδικήσει μια θέση σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενα στεγανά…

4. Ο σνομπισμός των «διανοούμενων» προς εκείνους που η ζωή τούς ανάγκασε να σκέφτονται απλά…

5. Η «καταδίκη» σε θάνατο του αδύναμου, μοναχικού ηλικιωμένου από τον ρωμαλέο ληστή που θεωρεί ότι η σωματική διάπλαση και το νεανικό σφρίγος τού παρέχουν δικαίωμα ζωής ή θανάτου πάνω στους συνανθρώπους του…

6. Ο σεξουαλικός βιασμός, μια από τις απεχθέστερες εκφάνσεις «ανθρώπινης» διαστροφής και αποκτήνωσης…

Κλείνω με μία παρατήρηση πάνω στην ποινικοποίηση της άρνησης (δεν αναφέρομαι στον εγκωμιασμό) εγκλημάτων γενοκτονίας. Η σχεδόν υποχόνδρια αυτή ιδέα αντιπροσωπεύει γερμανική, κυρίως, πατέντα εξιλέωσης και απόσβεσης ενοχών για το φρικτό Ολοκαύτωμα των έξι και πλέον εκατομμυρίων. Δεν κατανοώ, όμως, τι σκοπιμότητες εξυπηρετεί όσον αφορά την ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία που βίωσε ως το μεδούλι της τη ναζιστική θηριωδία και έφτασε να ζήσει ακόμα και τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης! (Το αν ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια κάποια ξενοφοβικά αισθήματα – και, ας μη συγχέουμε εδώ την ξενοφοβία με τον ρατσισμό – οφείλεται κυρίως στη συμπεριφορά εκείνων που δεν σεβάστηκαν τη φιλοξενία που ο τόπος αυτός τους πρόσφερε…)

Το να εγκωμιάζει, λοιπόν, κάποιος μαζικά εγκλήματα, ασφαλώς και συνιστά αξιόποινη πράξη, αφού προτρέπει (έμμεσα, έστω) στην επανάληψή τους. Το να αρνείται, όμως, απλά και μόνο την ιστορικά αυταπόδεικτη αλήθεια της τέλεσής τους, δεν θα πρέπει να τον καθιστά αντικείμενο ευθύνης της Δικαιοσύνης σε μια δημοκρατική κοινωνία με κατοχυρωμένη την ελευθερία του λόγου. Μάλλον ως ιδιάζουσα κλινική περίπτωση ψυχιάτρου θα ήταν σωστότερο να αντιμετωπίζεται!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου