Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Αν ζούσε σήμερα ένας φανατικός αναγνώστης του «Βήματος»...

Ο θείος μου ο Νικήτας έφυγε πριν τρία χρόνια και κάτι μήνες, πληρέστατος ημερών. Θα πρέπει να υπήρξε ένας από τους πλέον μακροχρόνιους αναγνώστες μιας ιστορικής εφημερίδας που γεννήθηκε μόλις λίγα χρόνια μετά από εκείνον...

Ο θείος Νικήτας, λοιπόν, διάβαζε ανελλιπώς και αποκλειστικά το «Βήμα» από τόσο παλιά που δεν μπορούσε κι ο ίδιος πια να θυμηθεί. Και όταν λέω «διάβαζε», εννοώ ξεκοκάλιζε! Ακόμα και τα κοινωνικά, και τις διαφημίσεις, τα πάντα. Με ιερό φανατισμό που θα ζήλευε και η θρησκόληπτη γιαγιά μου που μελετούσε πρωί-βράδυ τη «Σύνοψη». Και με μια ακρίβεια προγραμματισμού που σε άφηνε έκπληκτο: Φρόντιζε ώστε η ανάγνωση του φύλλου της προηγούμενης Κυριακής να τελειώνει ακριβώς πριν πάει για ύπνο το Σάββατο το βράδυ, ώστε πρωί-πρωί την Κυριακή να ξεκινήσει την ανάγνωση της νέας έκδοσης της εφημερίδας!

Το παρακάτω περιστατικό μπορεί να ακούγεται απίστευτο, είναι όμως πέρα ως πέρα αληθινό. Τηλεφωνώ κάποια Παρασκευή βράδυ για καλησπέρα. Ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής το θείο Νικήτα αγχωμένο: «Μην τα ρωτάς τι έπαθα σήμερα!» Προς στιγμήν τρόμαξα: «Που λες, μας ήρθε η γειτόνισσα από δίπλα και δεν έλεγε να φύγει. Θα κάθισε ίσαμε τρεις ώρες. Και το κακό είναι ότι με καθυστέρησε και έμεινα πίσω στο διάβασμα του ‘Βήματος’. Τώρα δεν θα το έχω τελειώσει ως την Κυριακή το πρωί που θα πάρω το καινούργιο!» Το διηγούμαι πάντα σαν ανέκδοτο...

Ο θείος μου διάβαζε κάθε βδομάδα και τα δικά μου κείμενα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας (πριν καν αποκτήσω μόνιμη στήλη). Καθώς δεν χειριζόταν υπολογιστή, τα τύπωνα και του τα πήγαινα στο σπίτι. Στο τέλος της ανάγνωσης, άκουγα πάντα το στερεότυπο μονολεκτικό σχόλιο: «Μάλιστα...» Αν ζητούσα πιο πολλές εξηγήσεις, δευτερολογούσε αναλυτικότερα: «Τι τα θέλεις, τώρα, και τα γράφεις αυτά;» Χωρίς να το ξέρει, συμφωνούσε με τη γνώμη των 99 από τους 100 αναγνώστες. (Ο 100ός ήταν ο ίδιος ο αρθρογράφος, αν και ούτε γι’ αυτόν παίρνω όρκο...)

Αυτό που με έκανε να θυμηθώ το θείο σε συσχετισμό με το «Βήμα», ήταν η είδηση που έπεσε πριν μέρες ως κεραυνός εν αιθρία – για εμάς τους απ’ έξω, φυσικά: Υπήρχε κίνδυνος η ιστορική εφημερίδα να κλείσει. Και μάλιστα, την Κυριακή ίσως το «Βήμα» να μη βρισκόταν στα περίπτερα!

Κάνοντας, τότε, ένα μεταφυσικό άλμα στο χωροχρόνο, και μια συνακόλουθη στρέβλωση της πρόσφατης πραγματικότητας, φαντάστηκα το θείο Νικήτα να βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας. Και τον «είδα» να τρέχει Κυριακή πρωί στο περίπτερο, να προλάβει να αγοράσει την πλήρη έκδοση της εφημερίδας του πριν εξαντληθεί (λες και όλη η Αθήνα θα έτρεχε ξημερώματα στα περίπτερα να πάρει το «Βήμα»!). Και «είδα» μετά το συννεφιασμένο βλέμμα του και την έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό του όταν ο περιπτεράς τού είπε πως «Βήμα σήμερα δεν υπάρχει, μάλλον πάει για κλείσιμο!».

Κι ο θείος γύρισε σπίτι και άνοιξε αμέσως την τηλεόραση, μήπως μάθει κάτι παραπάνω γι’ αυτό το αναπάντεχο κακό που απειλούσε να αλλάξει για πάντα την ιερή καθημερινότητά του. Και άκουσε, τότε, τον Πρωθυπουργό της χώρας να λέει τα εξής:

«Αρνήθηκε η κυβέρνηση αυτή να τους κάνει τη χάρη...»

«Οι επιχειρήσεις τους ήταν μια φούσκα και τώρα σκάει...»

«Βρισκόμαστε δίπλα σε αυτούς τους εργαζόμενους...»

Η μεταφυσική μού επιτρέπει να προβάλλω γεγονότα, όχι όμως να προβλέπω σκέψεις (αν και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να τις μαντέψω). Προσθέτω, λοιπόν, και τον εαυτό μου στο σκηνικό, καθισμένο στον παλιό καναπέ του σαλονιού του θείου, να ακούω μαζί του τις πρωθυπουργικές δηλώσεις. Και να σχολιάζω πως, τα διαχρονικά συμπλέγματα μιας πολιτικής παράταξης απέναντι σε κάθε «αστικό» μέσο έκφρασης που δεν την «χαϊδεύει», δύσκολα κρύβονται πλέον.

Να λέω στο θείο πως, μέσα σε λίγες φράσεις, στον πρωθυπουργικό λόγο συμπυκνώνεται αλαζονεία («ΕΓΩ τους έκλεισα!»), ιταμότητα («φούσκα» ακόμα και η ιστορικότερη εφημερίδα της χώρας!) και απύθμενη υποκρισία (με ποιον τρόπο, άραγε, βρίσκεται «δίπλα» στους εργαζόμενους του Τύπου; μήπως όπως «δίπλα» στους εργαζόμενους των ιδιωτικών σταθμών της τηλεόρασης, για τους οποίους μόνο χολή δεν έσταζε πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη;).

Ο θείος Νικήτας, βέβαια, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Βρίσκεται όμως κρεμασμένη ακόμα στα περίπτερα η αγαπημένη του εφημερίδα. Και τούτο, χάρις στο φιλότιμο και την επαγγελματική ευσυνειδησία απλήρωτων εργαζόμενων του Τύπου που, πάνω απ’ όλες τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της ζωής – και μάλιστα, σε καιρούς δύσκολους – έβαλαν το λειτούργημα της ενημέρωσης το οποίο υπηρετούν.

Δεν είμαι ένας από αυτούς, και δεν ξέρω αν στη θέση τους θα επιδείκνυα την ίδια γενναιοψυχία. Αυτό που μπορώ να κάνω από τη θέση τούτη είναι να ευχηθώ καλή δύναμη και Καλή Χρονιά, σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους. Είμαι βέβαιος, εξ άλλου, ότι εκφράζω απόλυτα και το θείο Νικήτα. Απ’ όπου κι αν βρίσκεται...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Τα ποτάμια δεν γυρίζουν πίσω... (Σκέψεις με αφορμή το τελευταίο μάθημα του Δ. Λιαντίνη)


Σε μία πρόσφατη περιδιάβαση στο YouTube, είδα (ή μάλλον, άκουσα) και πάλι μια γνώριμή μου διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη. Ίσως τη συγκλονιστικότερη που έδωσε ποτέ, αφού ήταν η τελευταία του, στην οποία κατ’ ουσίαν προανήγγειλε το καλά μελετημένο τέλος του. Είχα την ευκαιρία, έτσι, να ρίξω ξανά μια ματιά και στα σχόλια των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Ανάμεσα στις αμέτρητες προσωπολατρικές μεγαλοστομίες, διέκρινα και μία αλλιώτικη σκέψη, διατυπωμένη με λόγο σχεδόν απλοϊκό – όσο απλή είναι συχνά κι η ίδια η αλήθεια:

«Ίσως φοβόταν τα γεράματα και ήθελε να τον θυμούνται νέο...»

Στο σχόλιο είχε σπεύσει να απαντήσει μια γυναίκα. Από εκείνες, πιθανώς, που, αθεράπευτα ερωτευμένες με την εικόνα – και όχι τόσο με την ίδια τη σκέψη – του φιλοσόφου, τον λάτρεψαν σαν επίγειο θεό. Και επιχειρούν να «υπερασπιστούν», όπως φαντάζονται, την υστεροφημία του με κάθε μέσο, ακόμα κι αν αυτό άπτεται της απόλυτης χυδαιότητας:

«Αν αυτό κατάλαβες, μάλλον έχει σκατά το κεφάλι σου!»

Όταν πρωτοδιάβασα τον διάλογο, είχα παρέμβει με δικό μου απαντητικό σχόλιο απευθυνόμενος όχι προς την εξ ειδωλολατρικής υστερίας διακατεχόμενη θαυμάστρια του Λιαντίνη, αλλά προς τον ίδιο τον αρχικό σχολιαστή. Αφού του συνέστησα να αγνοεί τις ύβρεις των εμπαθών, οι οποίες μπορεί να έχουν θέση σε γήπεδα ή σε κομματικές συγκεντρώσεις αλλά όχι σε σελίδες εκπαίδευσης και φιλοσοφίας, του επεσήμανα ότι η τοποθέτησή του φαίνεται βάσιμη αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά και αποκωδικοποιήσει σωστά τα γραφόμενα του ίδιου του Λιαντίνη.

Η επίδραση που άσκησε η προσωπικότητα του Σωκράτη πάνω στον Λιαντίνη είναι ολοφάνερη στο κύκνειο άσμα του τελευταίου, τη Γκέμμα. Αυτό που διδάσκεται κανείς από τον Λιαντίνη είναι ότι ο φόβος του θανάτου είναι ασυγκρίτως περισσότερο διαχειρίσιμος από το φόβο της παρακμής που αναπόφευκτα φέρνουν μαζί τους τα γηρατειά και η αρρώστια. Η «απόδραση» από τη ζωή, λοιπόν, «πρέπει» να γίνεται έγκαιρα, όσο ακόμα ο άνθρωπος βιώνει τη ζωή του με αξιοπρέπεια. Το δρόμο, άλλωστε, είχε δείξει χιλιάδες χρόνια πριν ο ίδιος ο Σωκράτης!

Αν κάποιος δει τη ζωή από καθαρά βιολογική σκοπιά, θα πρέπει εξ ορισμού να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυσικής παρακμής – αυτό που τόσο τρόμαζε τον Λιαντίνη – μέσα από τους ίδιους τους νόμους της Φύσης. Η σκέψη αυτή μου φέρνει στο νου ένα άρθρο δημοσιευμένο κοντά πέντε χρόνια πριν στο «Βήμα». Παρουσιάζω εδώ κάποιες από τις ιδέες του σε ένα κατά τα άλλα πλήρως αναθεωρημένο κείμενο. Το εναρκτήριο ερώτημα του άρθρου, το οποίο επέλεξα να διατηρήσω στην παρούσα εκδοχή του κειμένου, αντανακλά την αγωνία της εποχής εκείνης. Ήταν τα πρώτα χρόνια της «κρίσης», τότε που είχαμε ακόμα τη δύναμη (ή τη διάθεση) ν’ αγωνιούμε...

------------------------------------------------

Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ στην επίφαση ευτυχίας που γνωρίζαμε; Ή θ’ αποχαιρετήσουμε για πάντα – με αξιοπρέπεια, έστω – την Αλεξάνδρεια;

Στη Θερμοδυναμική (περιοχή της Κλασικής Φυσικής) δεσπόζουν δύο θεμελιώδεις νόμοι. Ο Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος αφορά τη διατήρηση της ενέργειας και, στην πιο απλή του διατύπωση, ηχεί ως αυτονόητος: «Η ενέργεια που προσφέρουμε σε ένα σύστημα είναι ισόποση με την αύξηση του ενεργειακού αποθέματος του συστήματος.» Αν ο νόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που δέσμευε την ύλη κατά τις μεταβολές της, ο κόσμος που ξέρουμε θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα υπήρχε, π.χ., τρόπος να μη γερνάμε ποτέ (ίσως και να γίνουμε αθάνατοι), ενώ ο προϊστορικός άνθρωπος θα είχε ανακαλύψει την ψύξη και τον κλιματισμό με την ίδια ευκολία που έμαθε να ζεσταίνεται απ’ τη φωτιά!

Ο Δεύτερος Νόμος της Θερμοδυναμικής βάζει τέλος σε τέτοιες φιλοδοξίες. Αποτελεί ίσως την πιο σκληρή πραγματικότητα της Φύσης, μια αληθινή κατάρα του Δημιουργού πάνω στο δημιούργημά του. Λέει, με πολύ απλά λόγια, πως κάποια πράγματα που συμβαίνουν δεν είναι δυνατό να αναιρεθούν, πως το ποτάμι μερικών φαινομένων δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Έτσι, π.χ., ενώ ένα ζεστό σώμα μπορεί αυθόρμητα να δώσει λίγη από τη ζέστη του σε ένα πιο κρύο, το αντίθετο είναι απίθανο να συμβεί: ένα κρύο σώμα δεν μπορεί, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, να δώσει μέρος από τη λιγοστή του θερμότητα(*) σε ένα ζεστό, έτσι που το ένα να γίνει ακόμα πιο κρύο και το άλλο ακόμα πιο ζεστό. Η ζέστη φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ πίσω από μόνη της. Το ίδιο και η νεότητα στον άνθρωπο, που φεύγει ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της τη φθορά που οδηγεί στο γήρας και το θάνατο. Φαίνεται πως η συνειδητότητα αυτής της τελευταίας αλήθειας ήταν που κατηύθυνε τα υπαρξιακά βήματα του Σωκράτη στο κλείσιμο της επίγειας ζωής του. Όπως, ίσως, και αυτά του Δ. Λιαντίνη...

Η βασική φιλοσοφία του νόμου είναι απλή: Αν βάλεις ένα φυσικό σύστημα σε τάξη και μετά το αφήσεις στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι πως η τάξη αυτή θα χαθεί. (Αυτό το γνωρίζουν καλά οι μητέρες που συγυρίζουν καθημερινά τα δωμάτια των παιδιών τους!) Αντίθετα, είναι απίθανο το σύστημα αυτό να μεταβεί αυθόρμητα από την αταξία πίσω στην τάξη. Θα πρέπει η υπομονετική μητέρα να συγυρίσει και πάλι το δωμάτιο.

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι φόβοι στον άνθρωπο σχετίζονται με το αμετάστρεπτο, την αδυναμία του να αναιρέσει μεταβολές που δεν του είναι επιθυμητές. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αγωνίες για όλων των ειδών τις ισορροπίες που μπορεί να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Ανησυχούμε για τη φυσική μας κατάσταση και γι’ αυτή των αγαπημένων μας προσώπων, για τη φθορά των υλικών αγαθών που με θυσίες αποκτήσαμε, για τις οικονομίες που μαζέψαμε μια ζωή και μπορεί να χαθούν μέσα σε μία νύχτα, για την κοινωνική υπόληψη που με κόπο χτίσαμε και μπορεί να απειληθεί θανάσιμα από έναν λάθος χειρισμό ή μια κακοτυχία...

Αυτό που μένει στο τέλος είναι η συνειδητοποίηση ότι το μη-αντιστρεπτό είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που μας επιτρέπει να παραμένουμε παίκτες στην παρτίδα της ζωής. Και η γνώση αυτή του πεπερασμένου των πραγμάτων οδηγεί μοιραία σε ένα αίσθημα ματαιότητας.

Όμως, πόσο μάταιο είναι ένα ταξίδι στην Ιθάκη; Το ερώτημα γίνεται ρητορικό, και η υπονοούμενη απάντηση αισιόδοξη, αν ορίσουμε τη ζωή όχι ως πεδίο άνισης – και εν τέλει άσκοπης – μάχης ενάντια στην παντοδυναμία του Δεύτερου Νόμου, αλλά ως πορεία αυτεπίγνωσης που, στο τέλος της, οδηγεί στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσω της υπέρβασης των νόμων του εφήμερου. Όπου «αιώνιο» εννοούμε εδώ το άχρονο, αφού ο χρόνος (όπως κι ο χώρος) είναι απλά μια φυσική διάσταση που εφηύρε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν.

Η Ιθάκη μπορεί, επομένως, να είναι η ίδια η κατάκτηση της αθανασίας. Έστω κι αν, στη στερνή γραφή του, ένας σύγχρονος φιλόσοφος και διάσημος δραπέτης της ζωής χαρακτήρισε «πιθήκους» εκείνους που τολμούν να το πιστέψουν!

------------------------------------------------

Εν είδει (εκτενούς, ομολογώ) υστερόγραφου, θα ήθελα να απευθυνθώ σε φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη που υπηρετούν το δόγμα πως κανείς δεν δικαιούται να μιλά γι’ αυτόν αν δεν τον εκθειάζει. Αυτό μειώνει το ακαδημαϊκό ανάστημα του Λιαντίνη, και εξηγώ το γιατί:

Ελάχιστα τιμούν έναν επιστήμονα διθυραμβικές κραυγές του τύπου «μπράβο Δάσκαλε, τι ωραία που τα λες και πόσο σε θαυμάζω»! Η όποια αξιολόγησή του, η οποία άλλωστε αναδεικνύει και τη σπουδαιότητά του, γίνεται αποκλειστικά μέσω της κριτικής. Και, όσο αυστηρότερη είναι η κριτική, τόσο περισσότερο καταδεικνύεται η σοβαρότητα – άρα και το κύρος – της αξιολόγησης. Και τόσο περισσότερο αναδεικνύεται η αξία του κρινόμενου!

Επέλεξα να προσεγγίσω τον Λιαντίνη με όρους καθαρά ακαδημαϊκούς, όχι από τη σκοπιά ενός «ειδωλολάτρη». Αυτό δεν μου το συγχώρησαν κάποιοι φανατικοί θαυμαστές του, ακόμα κι αν ήταν φίλοι (εξαιρώ εδώ την αγαπητή φίλη Ελένη Α., που κατόρθωσε τελικά να κάνει τις αναγκαίες υπερβάσεις...). Δέχθηκα, επίσης, την κριτική πως έκρινα ένα συγκεκριμένο βιβλίο του Λιαντίνη χωρίς να συνεκτιμήσω το σύνολο του έργου του. Και αυτή η άποψη, όμως, αντίκειται στην επιστημονική πρακτική.

Πράγματι, κάθε ακαδημαϊκό πόνημα κρίνεται αυτόνομα, όχι ως απλό τμήμα μιας ενιαίας κι αδιαίρετης προσωπικής βιβλιογραφίας. Όταν στέλνω ένα άρθρο μου σε ένα επιστημονικό περιοδικό για δημοσίευση, ο κριτής δεν οφείλει να αξιολογήσει το σύνολο του επιστημονικού έργου μου παρά μόνο το πολύ συγκεκριμένο κείμενο που βρίσκεται στα χέρια του. Έχει συμβεί, άλλωστε, κι ο ίδιος ο Αϊνστάιν να πει πράγματα που δεν ήταν απόλυτα σωστά!

Σημειώνω, τελειώνοντας, ότι οπαδούς χρειάζονται οι θρησκείες, τα πολιτικά κόμματα και οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Όχι οι φιλόσοφοι! Αυτούς τους τελευταίους ελάχιστα τους τιμά κανείς με προσωπολατρικές υπερβολές, κι ακόμα λιγότερο με οργισμένες χυδαιολογίες προς τους αντιφρονούντες, σαν εκείνη της «θαυμάστριας» που συνέταξε το υβριστικό σχόλιο στο YouTube. Οι φιλόσοφοι (αυτοί, τουλάχιστον, που θαύμαζε ο ίδιος ο Λιαντίνης) δείχνουν κατεύθυνση στοχασμού, δεν παράγουν θέσφατα. Και μας προτρέπουν να τους προσεγγίζουμε πάντοτε με κριτική σκέψη. Γιατί μόνο έτσι θα τους ανακαλύψουμε αληθινά!


(*) Για τους σχολαστικούς: Βάλτε εδώ «εσωτερική ενέργεια» ή «θερμική ενέργεια», στη θέση της λέξης «θερμότητα».

Εικόνα:  http://www.bbc.co.uk/nature/habitats/River

Aixmi.gr

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Φόνος της ποίησης δι’ «αποκεφαλισμού» (ή, αναζητώντας το χαμένο ακαδημαϊκό ήθος)


Ο πιο ταπεινωτικός θάνατος για την ποίηση είναι δι’ «αποκεφαλισμού» της! (Αγνώστου)

(Σημ.: «Αποκεφαλισμός» λέξης = αποκοπή του πρώτου γράμματός της)

Κάποιοι πεπαιδευμένοι δείχνουν να αγνοούν τη βασική διαφορά ανάμεσα σε έναν δημόσιο λειτουργό και έναν οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία. Ο δεύτερος υποχρεούται να εκτελεί συγκεκριμένα καθήκοντα μέσα σε καθορισμένα χωροχρονικά πλαίσια, πέραν των οποίων ουδείς δύναται να τον υποχρεώσει να ασκεί τις όποιες δεξιότητες για τις οποίες αμείβεται. Αντίθετα, ο πρώτος επιτελεί κοινωνικό έργο ύψιστης σημασίας, η άσκηση του οποίου δεν οριοθετείται με βάση το χώρο και το χρόνο. Για παράδειγμα, ο γιατρός μπορεί να κληθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή, σε κάθε συνάνθρωπο που έχει την ανάγκη του, ακόμα κι αν η άσκηση αυτή του λειτουργήματός του θα πρέπει να υπερβεί τυπικά ωράρια εργασίας.

Ακόμα πιο ευαίσθητο είναι το λειτούργημα του δασκάλου, αφού κεντρικό του αντικείμενο είναι η διαμόρφωση συνειδήσεων σε νέους ανθρώπους. Και στη διαμόρφωση αυτή σημαντικό ρόλο παίζει το παράδειγμα συμπεριφοράς του ίδιου του δασκάλου. Ένα παράδειγμα που δεν περιορίζεται στο στενό χώρο ενός αμφιθεάτρου ή μιας οποιασδήποτε αίθουσας διδασκαλίας, αλλά οφείλει να ισχύει παντού και πάντοτε. Ο δάσκαλος διδάσκει σε κάθε του δημόσια εμφάνιση, με κάθε του τοποθέτηση ή συμπεριφορά. Δάσκαλος με ωράριο λειτουργίας απλά δεν υπάρχει!

Την παραπάνω αρχή φαίνεται να αγνοεί ο αγαπημένος των προγραμμάτων λαϊκής κατανάλωσης της τηλεόρασης, καθηγητής (καλοπροαίρετα, δεν τοποθετώ εισαγωγικά στον τίτλο) Κ. Ζουράρις. Κάθε του δημόσια εμφάνιση αποτελεί σεμινάριο περισπούδαστης οίησης, υπερφίαλου ακαδημαϊκίζοντος ύφους και υπερχειλίζουσας ωραιοπάθειας. Οι παροιμιώδεις, ατάκτως ερριμμένες αρχαιοελληνικές ατάκες του αποσκοπούν εμφανώς στον εντυπωσιασμό (αν όχι και στην πνευματική τρομοκράτηση) του ακροατή, και όχι στην επί ίσοις όροις ανταλλαγή ιδεών. Εξάλλου, ο καισαρικός θρόνος στον οποίο μονίμως βρίσκεται καθήμενος δεν του επιτρέπει να θεωρεί εαυτόν ισότιμο με οποιονδήποτε κοινό θνητό! Ούτε καν με τον Σωκράτη, που στο αποκορύφωμα της σοφίας του έφτασε στο ταπεινόφρον συμπέρασμα ότι η υπέρτατη πνευματική κατάκτηση είναι η συνειδητότητα της άγνοιάς μας...

Μια περιδιάβαση στο YouTube θα αρκούσε για να διαμορφώσει ο επισκέπτης την επικοινωνιακή εικόνα του καθηγητή. Αυτό που σε κάποιες περιπτώσεις προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το οξύμωρο της συνύπαρξης (ή μάλλον, της εναλλαγής) περίτεχνου λόγου – συχνά προϊόν ευφυούς λεξιπλασίας – με ευτελείς εκφράσεις «του πεζοδρομίου». Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ένα χρονολογούμενο και ένα πολύ πρόσφατο:

Το 2009, στην εκπομπή «Ζούγκλα» με θέμα το Μακεδονικό (https://youtu.be/tO-71JISvYc) η συζήτηση αφορούσε την αναζήτηση αποδεκτής από την Ελλάδα ονομασίας για την ΠΓΔΜ. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν ο λαλίστατος καθηγητής πολιτικών επιστημών. Κάποια στιγμή, ο παρουσιαστής ζήτησε από τον έγκριτο επιστήμονα να καταθέσει τη δική του πρόταση για την ονομασία του γειτονικού κράτους. Για να εισπράξει ως απάντηση την κοινότοπη χυδαία αναφορά στις ανατομικές λεπτομέρειες που επικυρώνουν περήφανα το φύλο του «μάτσο» ακαδημαϊκού! Με δεδομένη την παντελή απουσία επιστημονικής βαρύτητας από την απάντηση, το μόνο που μπορώ να εικάσω είναι ότι ο κ. καθηγητής άρπαξε απλά την ευκαιρία να επαναβεβαιώσει ακόμα και τους τελευταίους εναπομείναντες αμφισβητίες ότι... «τα διαθέτει»!

Στο video της εκπομπής, ο καθηγητής ακούγεται επίσης να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «χωματερή των Αθηνών» ή «ψευδοκράτος των Αθηνών» που, αν όχι ευθέως προτρέπουν, τουλάχιστον παραπέμπουν σε εθνικό διχασμό. Το να απορρίπτει κάποιος, εν τούτοις, ως εθνικά επιζήμιες τις ονομασίες του τύπου «άνω και κάτω Μακεδονία», ενώ την ίδια στιγμή ηγείται μιας ρητορείας που θέλει την ύπαρξη μιας «άνω και κάτω Ελλάδας», αποτελεί, αν μη τι άλλο, καταφανές δείγμα ασυνέπειας λόγου.

Ερχόμαστε στο «σήμερα», που βρίσκει τον πληθωρικό ακαδημαϊκό ως δεύτερο τη τάξει στο πολύ σημαντικό Υπουργείο Παιδείας. Η θέση και μόνο που κατέχει, αυτονόητα επιβάλλει ευπρέπεια ύφους σε κάθε δημόσια τοποθέτηση. Το πώς αντιλαμβάνεται αυτές τις έννοιες ο κ. Υφυπουργός Παιδείας (επαναλαμβάνω την ιδιότητα) το έδειξε σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξή του με αφορμή την κηδεία του ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο (https://youtu.be/vU8_fgCzKdc).

Σε ερώτηση του δημοσιογράφου για το πώς θα έπρεπε να χαρακτηριστούν εκείνοι που θεωρούν ότι ο Κάστρο υπήρξε δικτάτορας, ο προβεβλημένος πολιτικός επιστήμων, καθηγητής και συγγραφέας κατέθεσε μονολεκτικά και χωρίς το παραμικρό ίχνος αναστολής την ετυμηγορία του: «Μ@λ@κες!» Απαξίωσε, μάλιστα, να αιτιολογήσει τον ελαφρώς αποκλίνοντα του ακαδημαϊκού ύφους χαρακτηρισμό του, αρκούμενος σε ένα μπλαζέ «βαριέμαι»! Ως ανήκων στην τάξη των υιοθετούντων την περί δικτάτορος άποψη, αλλά και ως πολίτης της Αθήνας, επιστρέφω από τη θέση τούτη τη φιλοφρόνηση στο νεόκοπο μέλος της «χωματερής» και του «ψευδοκράτους» των Αθηνών! Υπενθυμίζοντάς του, ταυτόχρονα, ότι μία μορφή δικτατορίας είναι και η αφ’ υψηλού περιύβριση της αντίθετης άποψης...

Μπορώ μόνο να υποθέσω πώς αισθάνεται ένας σοβαρός μαθητής του εν λόγω πανεπιστημιακού ακούγοντας τέτοιου επιπέδου τοποθετήσεις από τον «δάσκαλο». Τι θα αποκομίσει από το λόγο του – σε ύφος και περιεχόμενο – μια νεανική συνειδητότητα που διψάει για θετικά μοντέλα συμπεριφοράς ώστε να χτίσει τον αυριανό πνευματικό άνθρωπο; Και, τι χρειάζονται, άραγε, οι περίβλεπτοι ακαδημαϊκοί τίτλοι αν τα «επιστημονικά» πορίσματα επί ζητημάτων ουσίας ελάχιστα διαφέρουν από τις ευτελείς ρητορείες του πεζοδρομίου;

Εκτός αν η επιστημονική ιδιότητα και η αναλόγως προσήκουσα ακαδημαϊκή συμπεριφορά παύουν ισχύουσες εκτός των πολύ στενών χωροταξικών ορίων ενός πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου. Όμως, ο Δάσκαλος (οφείλει να) διδάσκει ήθος και έξω από τα αμφιθέατρα. Ή, μάλλον, κυρίως έξω από αυτά!

Aixmi.gr

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Όταν η «πολιτική ορθότητα» γίνεται μπούμερανγκ...


Μια προσωπική εξομολόγηση

Την Αμερική τη γνώρισα από κοντά στη διάρκεια της οκταετίας Ronald Reagan. Και η συγκυρία αυτή ελάχιστα συνέβαλε στην άμβλυνση της αντιπάθειας που έτρεφα για τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι από τους κόλπους τους αναδείχθηκε το σκότος του Μακαρθισμού. Και δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω την υποστήριξή τους σε αντιδημοκρατικά και αιμοσταγή καθεστώτα, όπως αυτό του Πινοσέτ...

Με ενοχλούσε ο υπέρμετρος συντηρητισμός τους που, σε κάποιες περιπτώσεις, είχε εμφανή στοιχεία οπισθοδρόμησης (όπως, π.χ., η προσπάθεια του Reagan να ακυρώσει προοδευτικές και φιλελεύθερες κοινωνικές κατακτήσεις, προωθώντας τα πιο ακραία συντηρητικά στοιχεία ως υποψήφια μέλη για το Ανώτατο Δικαστήριο). Κι ελάχιστη συμπάθεια έτρεφα για τον κυνικό νεοφιλελευθερισμό των Ρεπουμπλικάνων, που υποβάθμιζε την αξία της κοινωνικής μέριμνας οδηγώντας στον περιορισμό του κράτους πρόνοιας και, εν τέλει, στον κοινωνικό δαρβινισμό.

Όμως, παρά τη γενική συμπάθειά μου για τους Δημοκρατικούς, κάθε άλλο παρά αποδεχόμουν την ιδεολογία τους στο σύνολό της. Ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός τους, αντίβαρο αρχικά στον συντηρητικό υπερεθνικισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε μια μορφή ιδεολογικής δικτατορίας (αν όχι ιδεολογικού φασισμού) που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» το χαρακτήρα οξύμωρου, αφού καταργούσε στην πράξη την ίδια την – ιερή για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Αναφέρομαι στην αμφιλεγόμενη ιδεολογία και πρακτική της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness), μιας ιδέας όχι λιγότερο οπισθοδρομικής από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται, υποτίθεται, το κόμμα των Δημοκρατικών.

Αυτή τους η διαχρονική και ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την «πολιτική ορθότητα» γύρισε, τελικά, μπούμερανγκ στους Δημοκρατικούς στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, τις οποίες έχασαν από τον εκπρόσωπο του πιο χυδαίου αντισυστημικού λαϊκισμού. Η άποψη δεν είναι του γράφοντος αλλά μιας σειράς Αμερικανών πολιτικών αναλυτών, κείμενα των οποίων έτυχε να διαβάσω τελευταία. Παρουσιάζω μια σύνθεση των απόψεών τους, επιλέγοντας τα στοιχεία εκείνα που μου φάνηκαν περισσότερο σημαντικά κι ενδιαφέροντα.

Γιατί νίκησε ο Trump

Πολλοί θα πουν ότι ο Donald Trump νίκησε γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινώνεται από τη μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της αντιπάλου του. Κάποιοι ακόμα θα ισχυριστούν ότι ήρθε η ώρα να πετάξει τη δημοκρατική της μάσκα η Αμερική και να αποκαλύψει το αληθινά ρατσιστικό της πρόσωπο!

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές είναι ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από την καφετέρια της γειτονιάς ως τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μια και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, το κλειδί της επιτυχίας του.

Η αμερικανική Αριστερά υπέπεσε σε ένα σοβαρό πολιτικό λάθος. Στην προσπάθειά της να πολεμήσει τον ρατσισμό, εισήγαγε νέες μορφές του. Κατέταξε τους πάντες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και στη συνέχεια είπε στα μέλη κάποιας από αυτές – τους λευκούς άντρες με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως η ομάδα τους είναι η μόνη «κακή». Τους χλεύασε ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους «οπισθοδρομικούς» και στιγματίζοντάς τους ως «ρατσιστές» ή «σεξιστές». Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας!

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία σαν την αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σ’ εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»...

Τι είναι «πολιτική ορθότητα»

Σε αντίθεση με μια συνήθη, μονομερή αντίληψη του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί «καλό πράγμα» το να προσβάλλει τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα κατάντησε μάστιγα που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επιβάλλει ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μιας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή, του σεξιστή ή του φασίστα.

Σύμφωνα με στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα 'πρεπε «πολιτικά ορθή»...

Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που αρχίζουν να προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και στο καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά το λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μια ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μια νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μια ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση, από το φόβο κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός ατόμου που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα, ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του. Επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό»... Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου, ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες. Ή απλά, την οργή κάποιων φοιτητών του...

Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας

Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται, επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» είναι πιο δόκιμο από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο συνιστά de facto διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής

Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα χρησιμεύει συχνά ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για τους «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές» των Αμερικανών, κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 25 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με τη μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας. Έτσι, ενώ παρακολουθεί κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump να ζητά την κατασκευή τείχους που θα αποτρέψει τη μετανάστευση, ελάχιστα προσέχει ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονται καν...

Κάνει κακό, τελικά, ο Trump στην πολιτική ορθότητα;

Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής. Για πολλούς Αμερικανούς, ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με τη ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη.

Όμως το μπούμερανγκ αλλάζει σιγά-σιγά κατεύθυνση, στοχεύοντας τώρα τους ίδιους τους πολέμιους της πολιτικής ορθότητας. Γιατί, στην ανάγκη τους να δουν να σπάζουν τα (συχνά παράλογα) ταμπού της, έκαναν ένα σοβαρό λάθος. Ανάθεσαν το έργο σε έναν άνθρωπο τόσο απεχθή και χυδαίο ώστε τα ταμπού αυτά να φαντάζουν και πάλι λογικά και αναγκαία! Ο φυσικός νόμος δράσης–αντίδρασης λειτουργεί πάντα αμφίδρομα. Ακόμα και στην πολιτική...

Με όλα τα παραπάνω δεν επιχειρούμε, φυσικά, να αποδείξουμε ότι η πολιτική ορθότητα υπήρξε ο πλέον καθοριστικός παράγοντας στις αμερικανικές εκλογές. Είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την ακριβέστερη δυνατή ερμηνεία στο αποτέλεσμα.

Για το οποίο αποτέλεσμα, παρεμπιπτόντως, πολλοί αισθανθήκαμε έκπληξη ανάμικτη με απογοήτευση. Και για το οποίο κάποιοι άλλοι, σε αυτήν εδώ τη χώρα, ανεξήγητα επιχαίρουν...

Aixmi.gr

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πειθαρχικός Κώδικας Ποδοσφαίρου: Για γέλια ή για κλάματα;

Λάρισα, 26 Οκτωβρίου 1986... Ο Χαράλαμπος Μπλιώνας, ένας 29χρονος καθηγητής από το Λουτρό Ελασσόνας, που η μοίρα το έφερε να χάσει για λίγα λεπτά το λεωφορείο για Αθήνα, αποφασίζει να «σκοτώσει» λίγο χρόνο ώσπου να ‘ρθει το επόμενο, παρακολουθώντας το ποδοσφαιρικό ντέρμπι της ημέρας στο γήπεδο του Αλκαζάρ ανάμεσα στη Λάρισα και τον ΠΑΟΚ. Διάλεξε ένα ήσυχο σημείο της εξέδρας, μακριά από τους φανατικούς των δύο ομάδων.

Αρκετά λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα, ένας ανεγκέφαλος οπαδός των φιλοξενούμενων εκτοξεύει μια φωτοβολίδα προς τη μεριά των οπαδών των γηπεδούχων. Αυτή όμως κάνει τα καπρίτσια της και εξοστρακίζεται στο κιγκλίδωμα της θύρας όπου βρίσκεται ο καθηγητής, για να καρφωθεί τελικά στο λαιμό του κόβοντάς του την καρωτίδα. Ο θάνατος δεν θα αργήσει να έρθει...

Το περιστατικό αυτό ήταν ίσως το πρώτο που έκρουσε τον κώδωνα στις αθλητικές αρχές της χώρας για τις εν δυνάμει θανατηφόρες συνέπειες της βίας, της αλητείας και του χουλιγκανισμού στα ελληνικά γήπεδα ποδοσφαίρου (και όχι μόνο). Πειθαρχικοί κώδικες γράφτηκαν, αναθεωρήθηκαν και ξαναγράφτηκαν απ’ την αρχή, χωρίς, εν τούτοις, σπουδαία αποτελέσματα στην καταστολή των νοσηρών φαινομένων οπαδικής βίας στους αθλητικούς χώρους. Και, σαν ειρωνεία της τύχης, ακριβώς τριάντα χρόνια μετά το τραγικό συμβάν που προαναφέραμε, μια ανάλογη συμπεριφορά ενός άλλου ανεγκέφαλου «φιλάθλου» (συμπτωματικά, του ίδιου συλλόγου) ήρθε να μας επιβεβαιώσει το αυταπόδεικτο: πως η Πολιτεία δεν είναι ικανή (ή μήπως στην πραγματικότητα δεν θέλει;) να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του!

Στο 78ο λεπτό, λοιπόν, του πρόσφατου αγώνα ΠΑΟΚ-ΑΕΚ στην Τούμπα, οπαδός του ΠΑΟΚ εκτόξευσε από τη Θύρα 4 φωτοβολίδα ευθείας βολής, η οποία έφτασε στο κέντρο του γηπέδου χωρίς, ευτυχώς, να προξενήσει τραυματισμούς (ή κάτι ακόμα χειρότερο...) σε ποδοσφαιριστές, διαιτητές ή φιλάθλους. Ο διαιτητής Τάσος Σιδηρόπουλος διέκοψε προσωρινά το παιχνίδι και προειδοποίησε τους γηπεδούχους ότι, αν η ενέργεια αυτή επαναληφθεί, θα διακόψει οριστικά τον αγώνα.

Ο διαιτητής απλά εφάρμοσε τον τρέχοντα κανονισμό για το συγκεκριμένο παράπτωμα, ο οποίος κανονισμός – και αυτό είναι που έχει ιδιαίτερη σημασία – άλλαξε πρόσφατα (καλοκαίρι του 2016) έπειτα από σχετικό αίτημα της Σούπερ Λίγκας με σκοπό να υπάρξει γενική ελάφρυνση σε όλες τις ποινές. Με βάση τον παλιότερο κανονισμό, ο άρχων του αγώνα θα ήταν υποχρεωμένος να διακόψει άμεσα και χωρίς προειδοποίηση το παιχνίδι!

Η ελάφρυνση ενός νόμου που καλείται να αντιμετωπίσει επικίνδυνες (και εν δυνάμει θανατηφόρες) κοινωνικές συμπεριφορές, αν δεν κινεί υποψίες ως προς τη σκοπιμότητά της, εγείρει, αν μη τι άλλο, ζήτημα στοιχειώδους σωφροσύνης των εμπνευστών της. Ας δούμε, ειδικότερα, τι γράφει ο νέος Πειθαρχικός Κώδικας της ΕΠΟ (*) στο Άρθρο 15, Παράγραφος 3 («Ρίψεις φωτοβολίδων και αντικειμένων»):

«Εάν η ρίψη αντικειμένων αφορά φωτοβολίδες που ρίπτονται με πιστόλι, είτε αυτές ρίπτονται με καμπύλη τροχιά είτε σε ευθεία βολή, τότε ο διαιτητής διακόπτει προσωρινά τον αγώνα και γίνεται προειδοποίηση από τα μεγάφωνα του γηπέδου, σε βάρος δε της υπαίτιας ομάδας επιβάλλεται χρηματική ποινή από 10.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ.

Εάν, μετά την επανέναρξη του αγώνα, επαναληφθεί η, κατά τα ως άνω, ρίψη φωτοβολίδας, ο διαιτητής διακόπτει οριστικά τον αγώνα και η υπαίτια ομάδα τιμωρείται σωρευτικά (α) με χρηματική ποινή από 25.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ και (β) με ποινή διεξαγωγής αγώνα χωρίς θεατές για 1 αγωνιστική ημέρα.

Εάν από τη ρίψη φωτοβολίδων υπάρξει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη προσώπου, νόμιμα ευρισκόμενου στον αγωνιστικό χώρο, τότε ο αγώνας διακόπτεται οριστικά (χωρίς την ανάγκη ύπαρξης προηγούμενης ειδοποίησης) και επιβάλλονται στην υπαίτια ομάδα, σωρευτικά, οι ακόλουθες ποινές: (α) χρηματική ποινή από 30.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ και (β) ποινή διεξαγωγής αγώνα χωρίς θεατές από 1 έως 2 αγωνιστικές ημέρες.»

Υποθέτω ότι ακόμα και ένα παιδί θα μπορούσε να διατυπώσει δύο, τουλάχιστον, απορίες ή ενστάσεις:

1. Εξ όσων γνωρίζουμε, οι περισσότεροι διαιτητές ποδοσφαίρου δεν διαθέτουν πτυχίο ή, έστω, ειδικές γνώσεις Ιατρικής. Πώς θα διαγνώσει ο διαιτητής την περίπτωση «ελαφράς σωματικής βλάβης» (sic) προκειμένου να αποφασίσει να διακόψει οριστικά και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση το παιχνίδι; Τι θα γίνει, π.χ., αν μια φωτοβολίδα περάσει ξυστά από το χέρι, το πόδι ή το λαιμό ενός ποδοσφαιριστή, προκαλώντας φαινομενικά μόνο αμυχές; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης; Και, ακόμα κι αν ο διαιτητής κρίνει τον τραυματισμό ως επιπόλαιο και αποφασίσει τη συνέχιση του αγώνα, πώς θα βρεθεί άκρη στην περίπτωση που η ομάδα του παίκτη κάνει ένσταση κακής εφαρμογής των κανονισμών, έχοντας πιθανώς στα χέρια της και κάποια ιατρική γνωμάτευση;

2. Ακόμα πιο σοβαρό, όμως, είναι το ακόλουθο: Ο συντάκτης του Πειθαρχικού Κώδικα φαίνεται να «κλείνει το μάτι» στους χούλιγκαν, λέγοντάς τους περίπου το εξής: «Αν θελήσετε να σκοτώσετε τον διαιτητή ή κάποιον ποδοσφαιριστή με χρήση φωτοβολίδας ευθείας βολής, και δεν τον πετύχετε με την πρώτη, τότε μην ανησυχείτε: Αφού δεχθείτε μια απλή προειδοποίηση, ο αγώνας θα συνεχιστεί κανονικά κι έτσι θα έχετε μια δεύτερη ευκαιρία να βρείτε στόχο. Βέβαια, μη ζητάτε περισσότερα, τρίτη ευκαιρία δεν πρόκειται να σας δοθεί!»

Στον πρόσφατο αγώνα της Τούμπας, η τύχη ήταν με το μέρος των ευρισκόμενων στον αγωνιστικό χώρο και στις εξέδρες του γηπέδου. Ίσως την επόμενη φορά, όμως, η μοίρα αποφασίσει να παίξει τα δικά της παιχνίδια. Και ίσως τότε κάποιος άλλος τραγικός Χαράλαμπος Μπλιώνας βρεθεί εκεί που δεν πρέπει, τη στιγμή που δεν πρέπει, για να πληρώσει με το αίμα του και τη ζωή του τις αβελτηρίες μιας Πολιτείας που επιμένει να μη διδάσκεται από τα ίδια της τα λάθη.

Εκτός, βέβαια, αν αφήσουμε τον εαυτό μας να κάνει άλλου είδους σκέψεις και να αποδώσει ύποπτες προθέσεις και σκοπιμότητες σε σκοτεινά κατεστημένα του ποδοσφαίρου. Δεν θα το επιχειρήσουμε εδώ, αφού ο χώρος που μας φιλοξενεί διακινεί ειδήσεις και όχι θεωρίες συνωμοσίας. Ευχή όλων είναι να μην ανοίξει κάποτε κάποια μουχλιασμένη ντουλάπα με σκελετούς στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Γιατί τότε θα χάσουμε οριστικά την πίστη σε ένα από τα λίγα πράγματα που έμειναν να μας ψυχαγωγούν, να ζωντανεύουν όμορφες μνήμες και να μας χαρίζουν αυθεντική συγκίνηση...

(*) Δείτε το πλήρες κείμενο του Π. Κ. της ΕΠΟ (Ιούνιος 2016)

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Η Ροκ που σκοτώνει...


Διαβάζω στο Aixmi.gr (http://www.aixmi.gr/index.php/kozanh-akoyge-terma-basilh-papakvnstantinoy-kai/) για ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στο κέντρο της Κοζάνης και το οποίο, ομολογώ, ελάχιστη έκπληξη μου προξένησε. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, αγροτικό αυτοκίνητο, του οποίου ο οδηγός κατά πάσα βεβαιότητα είχε καταναλώσει ικανή ποσότητα αλκοόλ, βγήκε από την πορεία του και ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, παρασύροντας ό,τι βρέθηκε στο πέρασμά του.

Οι ζημιές που προκλήθηκαν ήταν σημαντικές. Μεταξύ αυτών, καταστράφηκε ένας φωτεινός σηματοδότης και ξεριζώθηκε ένα... δέντρο που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο! Λεπτομέρεια με σημασία: την ώρα του «ατυχήματος», ο οδηγός είχε στη διαπασών το stereo του αυτοκινήτου, ακούγοντας τραγούδια γνωστού σταρ του ελληνικού ροκ. Ευτυχώς δεν υπήρξαν τραυματισμοί...

Θα ήθελα να βεβαιώσω από τη θέση τούτη τον οδηγό πως στάθηκε τυχερός. Η ροκ μουσική δεν υπήρξε πάντα «ευγενική» απέναντι σ’ εκείνους που ταυτίστηκαν μαζί της. Θα μοιραστώ με τον αναγνώστη δύο περιστατικά των οποίων έχω προσωπική γνώση. Με ενδεχόμενο κίνδυνο να δυσαρεστήσω τον φίλτατό μου διευθυντή αυτού του site, του οποίου την εξαίρετη ποίηση προσφάτως ερμήνευσε, σε μελοποιημένη μορφή, ο γνωστός ροκ σταρ (έχοντας πλέον σημαντικά αλλάξει ιδεολογική πορεία και καλλιτεχνικό ύφος).

Περιστατικό πρώτο: Πριν πολλά χρόνια, άτομο κοντά στο περιβάλλον μου αντιμετώπιζε ιδιαίτερα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, για τα οποία δεν αναζήτησε έξωθεν βοήθεια. Το άτομο αυτό ανέπτυξε ακραία αντιδραστική συμπεριφορά, με κατάρριψη των πάντων που, στο αποκορύφωμά της, μετεξελίχθηκε σε αυτο-κατάρριψη με παράλληλη εμφάνιση επικίνδυνων αυτοκαταστροφικών τάσεων.

Το άτομο αυτό κοιμόταν και ξυπνούσε με τους ήχους και τους στίχους γνωστού ροκ άσματος, που μεταξύ άλλων έλεγαν τα εξής:

Άσε με να κάνω λάθος,
μην παριστάνεις το Θεό.
Δε μ’ αρέσουν οι σωτήρες,
δε γουστάρω να σωθώ.

Πες μου μόνο πώς περνούν τη νύχτα
με δυο φίλους σ’ ένα υπόγειο σκυφτό.
Η σειρήνα πάνω ουρλιάζει
και η σύριγγα αδειάζει
και το αίμα χύνεται ζεστό...


Ώσπου το άτομο κατέληξε να ταυτιστεί με το τραγούδι, αναζητώντας τη λύτρωση στις «συμβουλές» του. Το ότι τελικώς επέζησε, ήταν μάλλον θέλημα του Σύμπαντος (προσωπικά, θα ήθελα να το διατυπώσω διαφορετικά). Ίσως γιατί κάθε αξιόλογος άνθρωπος αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία...

Περιστατικό δεύτερο: Δεν ήταν το ίδιο τυχερό ένα νεαρό παιδί – στην τελευταία τάξη του λυκείου. Περνούσε κι αυτό πριν χρόνια τα δικά του αδιέξοδα, με οικογενειακά προβλήματα και σοβαρές δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή. Ένα τραγούδι τού είχε γίνει έμμονη ιδέα, επιζητώντας να το βιώσει ως προσωπική εμπειρία:

Στην άσφαλτο κουρσάρος
με καράβι τη μοτοσικλέτα,
παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό.
Στα 18 σου έσπασες τα φρένα,
ταξιδεύεις για ταξίδια άλλα.

Κυκλοφοράς μονάχα φτιαγμένος,
ο κόσμος όλος χίλια κυβικά.
Είσαι αγριεμένος,
είσαι κουρασμένος,
έχεις τη ζωή στη σέλα σου γραμμένη.
Για κάποιο φόνο είσαι γεννημένος.

Μονάχος χάραμα,
χάραμα στη λεωφόρο
και περιμένεις ασθενοφόρο
από τις τρεις και δέκα σκοτωμένος...


Έπεισε τους γονείς να του αγοράσουν μια μοτοσικλέτα. Κι ένα πρωί, πολύ πρωί, με ένα φίλο στο πίσω μέρος του καθίσματος, καρφώθηκε με χίλια σε μια κολώνα στο μέσο μιας άδειας λεωφόρου. Τον έκλαψαν πολύ οι συμμαθητές του, είναι αλήθεια. Για τους γονείς, δεν έχω πληροφόρηση...

Επειδή μαντεύω τις ενστάσεις του αναγνώστη, σπεύδω να διευκρινίσω πως δεν θεωρώ, φυσικά, τη ροκ (ή οποιαδήποτε άλλη) μουσική υπεύθυνη για τις προσωπικές επιλογές ζωής του κάθε ανθρώπου. Στο κάτω-κάτω, θα πουν κάποιοι, όποιος δεν αντέχει ας μην την ακούει! Η ζωή αυτή είναι σχεδιασμένη για τους δυνατούς, για όσους διαθέτουν αντιστάσεις. Οι άλλοι ας μείνουν κλεισμένοι με ασφάλεια στο καβούκι τους, ακούγοντας Σοπέν ή Τσαϊκόφσκι!

Σκέφτομαι όμως πως – κι ας μου λύσει κάποιος τούτη μου την απορία – οι «ροκάδες» που θα υπερασπιστούν το είδος με το παραπάνω επιχείρημα, σε μεγάλο ποσοστό δηλώνουν πολιτικά «προοδευτικοί». Και, όπως έχω ακούσει και διαβάσει, ο προοδευτικός χώρος είναι ανάχωμα στη σκληρή δαρβινική ιδεολογία του λεγόμενου «φιλελευθερισμού». Μεριμνά πρωτίστως για τον αδύνατο, αυτόν που δεν τα καταφέρνει πάντα...

Έτσι, μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση ιδεών και εννοιών, γίνομαι κι εγώ κάποιες φορές αντιδραστικός:

Άσε να μη βρίσκω άκρη,
δε γουστάρω να τη βρω!


Aixmi.gr

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Δύο σχόλια για τον "Πολιτισμό της ετικέτας"

Είδα στο Βήμα δύο σχόλια για το άρθρο "Ο πολιτισμός της ετικέτας", τα οποία μου τράβηξαν την προσοχή. Δεν το συνηθίζω να αναρτώ σχολιασμούς αναγνωστών, τούτη τη φορά όμως θα κάνω μια εξαίρεση, αφού τα σχόλια τα ίδια είναι υπέρτερα του δημοσιευμένου άρθρου! Τα παραθέτω πιο κάτω.

Σας προτείνω επίσης να διαβάσετε το εξαιρετικό κείμενο της Ελένης Αθανασούλη, γραμμένο κι αυτό με αφορμή το άρθρο του Βήματος.


Το "γιατροσόφι" της "ετικέτας"

Εξαιρετικό άρθρο, με υψηλά νοήματα. Θα το σχολιάσω συμπληρώνοντας τα εξής: Είμαστε ό,τι πράττουμε - ό,τι δημιουργούμε και προσφέρουμε στους άλλους, ως έργο, ως έμπνευση και -τελικά- ως ανάμνηση. Τελεία (και παύλα). Όλα τα υπόλοιπα (ετικέτες, στερεότυπα, προκαταλήψεις, τίτλοι κ.λπ.) είναι απλώς μέσα που χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή ιεραρχιών, για τη διαιώνιση εξουσιών, για την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων και -σε τελική ανάλυση- για τη χειραγώγηση και ποδηγέτησή τους. Η προσκόλληση στην ετικέτα είναι απλώς ένα "γιατροσόφι", με το οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να θεραπεύσουν (μάταια...) την επίγνωση της υπαρξιακής τους ασημαντότητας - τον φόβο της μοναξιάς και του θανάτου.  (Νίκος)


Ο πολιτισμός της ετικέτας

Ο πολιτισμός της ετικέτας... Ποιος θα το φανταζόταν ότι η ετικέτα ενός προϊόντος θα ήταν σωστά μελετημένη και σχεδιασμένη ώστε να αντανακλά τη μοναδική του ταυτότητα, σε αντίθεση με τον άνθρωπο που δεν γνωρίζει ποιος είναι, παρά τις ετικέτες που του φόρεσαν από την ημέρα της γέννησής του και σε όλη τη διαδρομή της ζωής του. Με προβλημάτισε το συγκεκριμένο άρθρο ή μάλλον μου έδωσε τροφή για σκέψη. Ποια είμαι; αναρωτήθηκα, αν και δεν είμαι στο τέλος του βίου μου, και ποιος ξέρει πόσες άλλες ετικέτες θα φορέσω ή θα μου φορέσουν; Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι ζούμε σε μια κοινωνία που προϊόντα και άνθρωποι έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Αν τα καταγράψουμε, αυτά είναι: Όνομα, φυσικά χαρακτηριστικά, ταυτότητα, εικόνα, προσωπικότητα, αξίες και, τέλος, ψυχή. Brand essence, λένε στο Marketing, εννοώντας την ψυχή του άψυχου προϊόντος. Ένα brand λοιπόν και ο σύγχρονος άνθρωπος, με μόνιμα καρφιτσωμένη μια ετικέτα επάνω του. Και, όπως αναφέρει και ο γράφων για τον φίλο του, αυτός δεν είναι ακαδημαϊκός, αλλά διευθυντής. Δεν είναι λειτουργός, αλλά διευθυντής. Πουλάει η ετικέτα. Και περιμένουμε να προετοιμάσει μαθητές, να εκπαιδεύσει μαθητές, να δώσει στην κοινωνία «ελεύθερους ανθρώπους». Πολύ θα ήθελα να γίνουν πραγματικότητα οι σκέψεις και οι προτάσεις του αρθρογράφου για το ρόλο της εκπαίδευσης. Και εάν δεν γίνουν, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε μόνοι μας να αναζητήσουμε την αληθινή μας ταυτότητα. Ευχαριστώ τον γράφοντα γιατί με παρακίνησε να ψάξω βαθύτερα μέσα μου. Να δω ποια είμαι, πετώντας τις ετικέτες που φοράω…  (Φέφη)

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ο πολιτισμός της ετικέτας

Έχω έναν καλό φίλο που διδάσκει σε κάποιο πανεπιστήμιο. Λόγω των διοικητικών ικανοτήτων του, έχει εκλεγεί ως διευθυντής στον ακαδημαϊκό τομέα που ανήκει. Δεν είμαι σίγουρος, εν τούτοις, αν ο ίδιος το έχει απόλυτα πιστέψει, αφού νιώθει κάθε τόσο την ανάγκη να το επιβεβαιώνει επισημαίνοντας την ιδιότητά του. Για παράδειγμα, φέρνει πάντα τη συζήτηση εκεί που απαιτείται ώστε εκ των πραγμάτων να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «εγώ, ως διευθυντής τομέα» ή «εμείς οι διευθυντές τομέων», κλπ. Εάν, δε, στείλει mail για να πει έστω και καλημέρα, δεν είναι σπάνιο να προσθέσει στο τέλος και τον πολύτιμο τίτλο του!

Παλιότερα, γνώριζα κάποιον άνθρωπο που είχε αποκτήσει διευθυντική θέση σε ένα υπουργείο. Είχε τύχει αρκετές φορές να τον ακούσω να τηλεφωνεί σε ένα θέατρο για να κλείσει θέσεις, ή σε ένα εστιατόριο για να του κρατήσουν τραπέζι. Το τηλεφώνημα ξεκινούσε συνήθως με την αναγγελία μιας ιδιότητας: «Εδώ Χ.Ψ., διευθυντής του τάδε υπουργείου!»

Η ανάγκη (αυτο-)προσδιορισμού μέσω ενός επαγγέλματος ή ενός κοινωνικού αξιώματος είναι διαχρονικό φαινόμενο. Τα μόνα που αλλάζουν μέσα στο χρόνο είναι τα ονόματα και τα ειδικά βάρη των τίτλων. Κάποιες άλλες εποχές, ιδιότητες όπως δικηγόρος, γιατρός ή μηχανικός συνοδεύονταν από μια ιδιαίτερη αίσθηση σπουδαιότητας. Σήμερα, η εύκολη πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, σε συνδυασμό με τον υπερκορεσμό πολλών «ευγενών» επαγγελμάτων, έχει αφαιρέσει την αίγλη από πολλά από αυτά. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι, τίτλοι όπως «κομματικό στέλεχος» ή «σύμβουλος πρωθυπουργού» αρχίζουν να αποκτούν μια δυναμική που, σε αρκετές συνειδήσεις, τείνει να υποσκελίσει, π.χ., το «καθηγητής πανεπιστημίου»!

Τα λίγα παραδείγματα που ενδεικτικά αναφέρθηκαν καταδεικνύουν τη δύναμη της ετικέτας σε μια κοινωνία όπου η αυτοσυντήρηση και ο ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με την κοινωνική ματαιοδοξία, λειτουργούν ως υποκατάστατα βαθύτερων ανθρώπινων αξιών κι ενός φιλοσοφημένου τρόπου ζωής. Σε έναν κόσμο όπου η αυταξία αντικειμενοποιείται με βάση τον ετεροκαθορισμό, και η εξατομίκευση αντιπροσωπεύει μια συλλογή από επίκτητους τίτλους...

Ο άνθρωπος, είναι αλήθεια, περνά μεγάλο μέρος της ζωής του συλλέγοντας ετικέτες. Κάποιες τις κληρονομεί από τη μέρα της γέννησής του: «Ο γιος του γιατρού», «η ανιψιά του υπουργού», κλπ. Μετά, αρχίζει σιγά-σιγά να αποκτά αυθεντικά δικές του: «Ο ωραίος του σχολείου», «το αστέρι της σχολικής ομάδας μπάσκετ», «ο αρχηγός της φοιτητικής παράταξης»...

Και, αν κατορθώσει να «πετύχει» στη ζωή του, γίνεται «ο γενικός διευθυντής», «ο δημοφιλής ηθοποιός», «ο λαοπρόβλητος πολιτικός», «ο πολυνίκης προπονητής»... Κάποιες φορές, η φήμη είναι δυνατό να συνοδεύεται από ετικέτες με αρνητικό περιεχόμενο: «Ο διαβόητος κακοποιός», «ο αιμοσταγής δικτάτορας»...

Μία ιδιαίτερα απεχθής ετικέτα είναι εκείνη που επιδεικνύει ακαδημαϊκούς τίτλους ως τρόπαια, αντί απλά να τους περιγράφει ως τεκμήρια παιδαγωγικής δοκιμότητας ενός δασκάλου, ακόμα κι αν αυτός εντάσσεται στις ανώτατες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ο κάτοχός της, σε απόλυτη συμφωνία με τη ματαιόδοξη φύση του, προετοιμάζει τους μαθητές του για να επικυριαρχήσουν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, δίχως ποτέ να τους διδάξει τη σημασία της δημιουργικής συνύπαρξης σε έναν κόσμο συνεργασίας και αλληλεγγύης (τον οποίο κατά κανόνα απορρίπτει – αν όχι και χλευάζει – ως «ουτοπικό»). Και τους διδάσκει ότι δικαιοσύνη σημαίνει την ελευθερία του δυνατού να αφανίζει τον αδύνατο, αρκεί ο αγώνας να τηρεί τους προκαθορισμένους κανόνες.

Αυτό που συχνά λησμονούμε, όμως, να διδάξουμε είναι ακριβώς εκείνο που αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό της εκπαίδευσης: την ανάπτυξη αυτογνωστικής ικανότητας, την κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας. Οι μαθητές μας μαθαίνουν με ακρίβεια έτους φωτός την απόσταση ανάμεσα στ’ αστέρια, φεύγουν όμως από τα χέρια μας χωρίς να έχουν μάθει το παραμικρό για τον εαυτό τους – με την έννοια που το έθεσε ο μέγιστος δάσκαλος της αρχαιότητας, που διακήρυσσε με αυτοσαρκαστική ταπεινοφροσύνη πως «δεν γνώριζε τίποτα»!

Ο άνθρωπος αποκτά, έτσι, από νωρίς τη συνήθεια να ετεροκαθορίζεται. Μετρά την αξία του και οικοδομεί συναίσθηση ταυτότητας, όχι με κριτήριο τη δυνατότητα προσωπικής ανάπτυξης μέσω συνεχούς υπέρβασης του εαυτού του και μέσω διαρκούς αυτοβελτίωσης κι αυτοπραγμάτωσης, αλλά με βάση τα επιτεύγματά του σε ένα κατεστημένο πεδίο ανταγωνισμού. Χτίζει αυτοεικόνα σπουδαιότητας ή ασημαντότητας σε συνάρτηση με τους τίτλους που συλλέγει και σε συσχετισμό με τα αντίστοιχα «επιτεύγματα» κάποιων άλλων, τους οποίους συχνά αντιμετωπίζει σαν εχθρούς.

Και, κάπου προς το τέλος της ζωής του, ίσως θέσει τελικά στον εαυτό του το κρίσιμο ερώτημα: «Ποιος είμαι;» Μια ερώτηση που είναι, πλέον, δύσκολο να απαντηθεί, καθώς οι βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξής του βρίσκονται ήδη βαθιά θαμμένες κάτω από αναρίθμητα στρώματα από επίκτητες ετικέτες!

Πέρα και πάνω, όμως, από την ευθύνη του δασκάλου ή και της κοινωνίας ολόκληρης, υπάρχει η ατομική ευθύνη του ίδιου του ενήλικου ανθρώπου για την αναζήτηση της αληθινής του ταυτότητας. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι αποκλειστικά προσωπική υπόθεση του καθενός μας, και σε κανέναν εξωγενή παράγοντα δεν αναλογεί εξουσία (εκτός αν εμείς την εκχωρήσουμε) να μας τοποθετεί ετικέτες με τις οποίες οι ίδιοι αρνούμαστε να ταυτιστούμε. Και οι αντιστάσεις μας απέναντι στον ετεροκαθορισμό είναι ο δρόμος που οδηγεί στην εσωτερική ελευθερία, τη μόνη ελευθερία στην οποία έχει σημασία να στοχεύει ο άνθρωπος.

Γιατί, ελευθερία δεν είναι τόσο η αντικειμενική δυνατότητα να πραγματοποιώ ό,τι επιθυμώ, όσο το αναφαίρετο δικαίωμα να είμαι αυτό που επιλέγω. Και το «είμαι» αφορά την ίδια μου τη συνειδητότητα και μόνο αυτή!

Αυτονόητα, ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι κομβικός στη δημιουργία μιας κοινωνίας ελεύθερων ανθρώπων (πείτε την «ουτοπική κοινωνία», αν προτιμάτε). Το ζήτημα, όμως, είναι αν το χώμα πάνω στο οποίο θα πέσει ο παιδαγωγικός σπόρος της ελευθερίας – με τον τρόπο που ορίσαμε αυτή την έννοια πιο πάνω – θα είναι γόνιμο. Ή μάλλον, αν τα κυρίαρχα κοινωνικά στερεότυπα του επιτρέψουν κάποτε να γίνει...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Ο πρωτάρης και η κάρτα!


Λίγο μετά την επιβολή των capital controls – ευγενές κληροδότημα της τυχοδιωκτικής πολιτικής ενός νάρκισσου μοτοσικλετιστή (και, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του, υπουργού) με τεχνητώς ανορθόγραφο όνομα – επισκέφθηκα τον φίλο Γιάννη Λ. (με δύο «ν» αυτός!), υψηλόβαθμο στέλεχος σε μεγάλη τράπεζα. Τον ρώτησα πώς θα τα βγάλουμε πέρα με τους περιορισμούς στα μετρητά, τη στιγμή που οι ανάγκες της ζωής είναι πάντα πιεστικές.

Χαμογέλασε και μου είπε: «Δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα, αν σκεφτείς ότι με την κάρτα του μπορεί κάποιος να πληρώνει τα πάντα. Όμως, για κοίτα πόσοι επιμένουν ακόμα να συναλλάσσονται με μετρητά! Και μετά γκρινιάζουν ότι δεν τους φτάνουν...»

Δεν το ομολόγησα τότε στο Γιάννη πως ανήκω κι εγώ στους «κολλημένους» που δυσκολεύονται να συμφιλιωθούν με το πλαστικό χρήμα. Έλα όμως που η πραγματικότητα δεν λαμβάνει πάντα υπόψη τις ιδιορρυθμίες του καθενός μας... Το περασμένο σαββατοκύριακο, λοιπόν, βρέθηκα με ελάχιστα μετρητά στην τσέπη και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να τρέχω στα ATM της περιοχής μου. Έτσι, καθώς φεύγαμε για βόλτα και φαγητό, έβαλα περήφανα για πρώτη φορά τη χρεωστική κάρτα στο πορτοφόλι μου, σαν μαθητής του Δημοτικού που βάζει στη σάκα το καινούργιο αναγνωστικό την πρώτη μέρα του σχολείου!

Καταλήξαμε σε μια ψησταριά σε κεντρική λεωφόρο κάποιου δήμου στην περιφέρεια της Αθήνας. Προσέξτε, δεν μιλώ για μια μικρή καντίνα που πουλά τυρόπιτες σε ένα στενό κι απόμερο δρομάκι, αλλά για ένα μαγαζί που σφύζει από ζωή καθημερινά και νιώθεις τυχερός αν βρεις τραπέζι!

Ο λογαριασμός δεν ήταν κάποιο υπέρογκο ποσό, ούτε όμως κι ευκαταφρόνητος. Καθώς τα μετρητά μου ήταν... μετρημένα, ρώτησα πού θα έπρεπε να κατευθυνθώ για να πληρώσω με την κάρτα μου. Ο σερβιτόρος με κοίταξε λες και ήμουν εξωγήινος που ζητούσε σε σκυλάδικο να του παίξουν την Ενάτη του Μπετόβεν: «Δεν έχουμε μηχάνημα για κάρτες εδώ, κύριε. Μόνο με μετρητά!» Ευτυχώς είχα τόσα στην τσέπη ώστε να μην εκτεθώ. Αντιστέκομαι στον πειρασμό να διευκρινίσω αν μου δόθηκε ή όχι απόδειξη, όπως κι αν ο ίδιος είχα καν τη διάθεση να τη ζητήσω...

Την άλλη μέρα ανάφερα το περιστατικό στη φίλη και νομικό Ελένη Α., η οποία μου φώτισε μια άλλη πλευρά του ζητήματος:

«Για το ειδικό μηχάνημα για κάρτες, έχω να σου πω ότι δεν είναι προς το παρόν υποχρεωτικό. Επιχειρήσεις με εξαιρετικά χαμηλές τιμές δεν το προτιμούν, επειδή δεν έχουν το περιθώριο απώλειας του ποσοστού που παρακρατείται στη συναλλαγή με τις τράπεζες. Οι επιχειρήσεις αυτές, όσο περιθώριο είχαν το εξάντλησαν χαμηλώνοντας τις τιμές για να κρατήσουν ή για να προσελκύσουν πελάτες λόγω της οικονομικής τιμής του προϊόντος ή αγαθού που εμπορεύονται.

Σαν Έλληνες πρέπει να κατανοούμε την ευρηματικότητα που έχουμε στους τρόπους επιβίωσης και πρέπει να συνεργαζόμαστε όσο μπορούμε ενάντια στον εκάστοτε κοινό μας δυνάστη! Από την πλευρά μου δεν κακολογώ ούτε αντιτίθεμαι σ' αυτούς τους επιχειρηματίες. Το αντίθετο μάλιστα, αντιτίθεμαι στο πλαστικό χρήμα επί του οποίου κάποιοι άλλοι έχουν πάντα μερίδιο, και μάλιστα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό.»


Στην αντίπερα όχθη, τώρα, ο φίλος μου ο Γιάννης ο τραπεζικός πιστεύει πάντα πως η χώρα αυτή πρέπει οριστικά να γυρίσει σελίδα στο ζήτημα των συναλλαγών, και για το λόγο αυτό χρειάζεται να αποκτήσουν οι πολίτες την απαραίτητη «κουλτούρα» χρήσης πλαστικού χρήματος.

Την ίδια στιγμή, σαστισμένοι κι ανήμποροι να χαράξουν πολιτική, οι ίδιοι αυτοί πολίτες αγωνιούν για το ύψος του αφορολόγητου, ακούγοντας να τους λένε συνεχώς ότι εντός ολίγου θα μετρούν μόνο οι ηλεκτρονικές πληρωμές. Χωρίς, εν τούτοις, κι αυτές να είναι στην πράξη πάντα εφικτές.

Εν τω μεταξύ, η Πολιτεία βεβαιώνει(;) ότι από την αρχή της νέας χρονιάς θα μπει μια τάξη και θα θεσπιστούν οριστικοί κανόνες σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές. Μόνο που, φοβάμαι, σ’ αυτή τη χώρα και για τα περισσότερα από τα σημαντικά ζητήματα, η «νέα χρονιά» συνήθως αργεί να έρθει. Αν έρθει ποτέ...

Aixmi.gr

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Ήταν κάποτε μια πόλη. Κι ένα γήπεδο...

Είχαμε χρόνια ν’ ανεβούμε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Αυτή η πόλη φαντάζει πια ξένη. Όχι μόνο (ίσως όχι τόσο) γιατί δεν υπάρχει πια το γήπεδο, αλλά γιατί οι άνθρωποι εκεί έμαθαν σιγά-σιγά να μισούν ό,τι τους έβαλε στο χάρτη, ό,τι τους έδωσε στίγμα ύπαρξης στη γεωγραφία των σπουδαίων τόπων. Κι έγιναν άλλος ένας δήμος στην περιφέρεια της Αθήνας...

Και, για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τη μετάλλαξή της σε ό,τι αφορά την ιστορική της αυτεπίγνωση, η πόλη εξέλεξε έναν άρχοντα που, και μόνο η ποδοσφαιρική ιδεολογία του (για να μην αναφερθώ στους λυσσώδεις αγώνες του ενάντια στην επιστροφή στο «σπίτι» μας) στέκει ως συμβολική μαρτυρία απόλυτης αλλοτρίωσης συνειδήσεων στον τόπο αυτό...

Ένιωσα ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι όταν η γυναίκα μου πρότεινε να πάμε για φαγητό στη Φιλαδέλφεια. Ήξερα πως δεν θα μπορούσα να αποφύγω τον πειρασμό να επισκεφθώ και το αποκρουστικά κακοσκαμμένο «χωράφι», ό,τι απόμεινε να θυμίζει την ιστορία ενός «ναού» κι ενός λαού που βρίσκεται εδώ και χρόνια πρόσφυγας σε μέρη ξένα. Τραγικά συνεπής με τις ιστορικές αφετηρίες του αντικειμένου της λατρείας του...

Ήταν αληθινή απογοήτευση σαν ψάξαμε και δεν βρήκαμε το αγαπημένο στέκι του «Ανανία», με τους πολίτικους μεζέδες και την αυθεντικά Αεκτζήδικη ατμόσφαιρα. Βέβαια, υπάρχουν τώρα νέα σημεία με καλό φαγητό στην πόλη, κι αξίζει να τα ψάξει κανείς. Όπως αξίζει, μετά το φαγητό, ένας περίπατος στα γραφικά δρομάκια με τα παλιά αλλά φροντισμένα σπίτια, ένα σκηνικό που θυμίζει έντονα επαρχιακή κωμόπολη.

Όμως, όπως προείπα, κάθε βόλτα στη Φιλαδέλφεια είναι μοιραία υποταγμένη στη μαζοχιστική παρόρμηση μιας ακόμα επίσκεψης στο χώρο που κάποτε ορθωνόταν περήφανο το γήπεδο. Κι ακόμα πιο οδυνηρή είναι η πεποίθηση (διότι δεν είμεθα αφελείς!) ότι τίποτα δεν πρόκειται ποτέ να μεταβάλει την άγρια όψη αυτού του σεληνιακού τοπίου. Βέβαια, πέραν των ανυπέρβλητων εμποδίων που βάζει η ίδια η τοπική αρχή, είναι κι οι καιροί αυτοί που δεν προσφέρονται για εκπλήρωση πολυδάπανων υποσχέσεων. Το ερώτημα είναι αν όσοι τις έδωσαν τις πίστεψαν στ’ αλήθεια ποτέ...





Φύγαμε, εν τούτοις, από τη Φιλαδέλφεια με μια ευχάριστη γεύση, πέραν αυτής που μας άφησε το καλό φαγητό. Ο λόγος: βρήκαμε τη λιμνούλα στο άλσος πιο όμορφη, πιο καθαρή, πιο φροντισμένη από ποτέ! Κι ας έλειπε η καφετέρια, απαραίτητο συμπλήρωμα στη βόλτα αλλοτινών καιρών. Ίσως θα άξιζε να το σκεφτούν κάποια στιγμή οι αρμόδιοι. Αν τους περισσεύει χρόνος, ασφαλώς, από τον ιερό πόλεμο με την ΑΕΚ...







Aixmi.gr

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Σκέψεις ενός αναγνώστη για τον Δημήτρη Λιαντίνη


Τα άρθρα μου για τον φιλόσοφο Δημήτρη Λιαντίνη, από το «καταραμένο» εκείνο αρχικό στο «Βήμα» [1] ως το ποιητικό και συμβολικό [2] και το εξομολογητικό [3] στην «Αιχμή», κι ως τα πιο πρόσφατα - κατά βάση καθαρά ακαδημαϊκά - επίσης στην «Αιχμή» [4,5], μου εξασφάλισαν πολύ περισσότερους εχθρούς απ’ ό,τι φίλους. Και η εχθρότητα αυτή δεν εκφράστηκε πάντα με όρους ευπρέπειας και σεβασμού στην αντίθετη άποψη, αλλά συχνά διολίσθησε σε προσωπικές επιθέσεις στα όρια των ύβρεων...

Έτσι, ήταν μεγάλη χαρά για μένα όταν έλαβα πρόσφατα ένα mail από τον Μάκη (δεν γνωρίζω άλλα στοιχεία του), έναν αναγνώστη του Aixmi.gr και, παράλληλα, έναν μελετητή του Λιαντίνη. Η αγάπη του αναγνώστη για τον φιλόσοφο, απόλυτα φανερή στο κείμενό του, δεν τον παρασύρει στις μικρότητες που με είχαν συνηθίσει όσοι κατά καιρούς διαφώνησαν μαζί μου (εξαιρώ τη φίλη Ελένη Αθανασούλη, αλλά αυτή αποτελεί μοναδικότητα). Και οι διαφωνίες κι ενστάσεις του Μάκη ήταν για μένα τροφή για σκέψη. Γιατί όχι, ίσως κι αναθεώρηση...

Το κείμενο του mail είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, και θεωρώ χρήσιμο να το μοιραστώ με τους αναγνώστες:

--------------------------------------------------

Κύριε Παπαχρήστου,

Θέλω να γνωρίζετε ότι για την «επιστροφή» μου στον καθηγητή Λιαντίνη, με την έννοια της δεύτερης ανάγνωσης, αφορμή και αιτία ήσασταν εσείς, όταν υπέπεσε στην αντίληψή μου η διαμάχη σας με τους «ορκισμένους μαθητές» του. Τους οποίους δεν γνωρίζω πέρα από τα γραπτά τους αυτά, με τις όποιες ερμηνείες δίνουν για το έργο και τις ημέρες του «δασκάλου τους». Νομίζω ότι αυτή η συμπεριφορά τους απέναντί σας – και δεν είστε μόνον εσείς (γιατί έχουν και εμφύλιες διαμάχες…) – προσβάλλει αυτούς τους ίδιους, που μάλλον δεν καταλαβαίνουν ότι η «υπεράσπιση» του δασκάλου δεν αγιάζει όλα τα μέσα αλλά μάλλον βεβηλώνει και ευτελίζει την ανάμνηση του καθηγητή Λιαντίνη. Φυσικά, δεν θα παραλείψω να τους αναγνωρίσω τις καλές προθέσεις (όπως τουλάχιστον θέλω να πιστεύω). Η συμβολή τους, όμως, στη φήμη του δασκάλου τους ίσως έχει τα αντίθετα αποτελέσματα 18 χρόνια μετά…

Έρχομαι τώρα στις διαφωνίες μου πάνω στις δικές σας σκέψεις. Δεν νομίζω ότι επιμέρους απαντήσεις θα βοηθήσουν, μάλλον θα μας αποπροσανατολίσουν από το σημαντικό, που πιστεύω είναι το έργο του και όχι μόνο ο θάνατός του. Θα αναφερθώ μόνο σε αυτό: «Είναι δυνατόν να είναι ο σκοπός της ζωής (μας) η μελέτη του θανάτου (μας);»

http://www.aixmi.gr/index.php/skepseis-pano-se-mia-dialexi-tou-dimitri-liantini/

Νομίζω ότι η γέννησή μας, ο έρωτας και ο θάνατός μας, είναι οι τρεις κορυφαίες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο θάνατος και ο έρωτας (με όλες τις έννοιες που δίνουμε στη λέξη) είναι, όμως, οι δύο σημαντικότερες στιγμές του βίου μας, γιατί αυτές τις βιώνουμε συνειδητά, ενώ τη στιγμή της γέννησής μας δεν έχουμε τη συνειδητότητά μας ανεπτυγμένη σε βαθμό κατανόησης. Είναι οι στιγμές που πολύ εύστοχα παραλληλίζει ο Λιαντίνης με το κρίσιμο εκείνο σημείο ισορροπίας που περιγράφει η αρχή της απροσδιοριστίας (που εσείς κατανοείτε πολύ καλύτερα), το απειροστιγμιαίο εκείνο «ακριβώς» που ενώνει και χωρίζει το «πριν» απ’ το «μετά» και που θυμίζει την κορύφωση της ερωτικής πράξης (κορυφή πανύψηλου βουνού για τον άντρα, κορυφογραμμών πέρασμα για τη γυναίκα). Άλλες ανάλογες, αλλά όχι ίσης αξίας, είναι οι στιγμές των μεγάλων αποφάσεων που παίρνουμε στη ζωή μας κάθε φορά που καλούμαστε να περάσουμε ο καθένας τον δικό του Ρουβίκωνα (αν τον δούμε και σταθούμε μπροστά του).

Το φιλοσοφικό ερώτημα που έθεσε ο Λιαντίνης, είναι: Μπορεί ο άνθρωπος, όταν η φύση δεν του έχει στερήσει ελάχιστες αναγκαίες και βασικές δυνατότητες και έχει αξιωθεί να φτάσει σε ηλικία κρίσης (δηλαδή, μετά τα 23 χρόνια) να ζήσει (για το υπόλοιπο) μια γεμάτη ζωή; Να καταφέρει, δηλαδή, να δαμάσει τον εγωισμό του, τη φιλαυτία του, τη ματαιοδοξία του, να αναγνωρίσει όλες τις χαρές της ζωής (και να μην τις στερηθεί), χωρίς όμως και να εκφυλιστεί (δηλαδή κατά φύση και ισορροπία) ώστε, όταν «φύγει», να είναι πλήρης; Η απάντηση του Λιαντίνη είναι: «Ναι, μπορεί!» Αυτό, το ονομάζει μελέτη θανάτου.

Η προσέγγιση των άλλων (σπουδαίων) φιλοσόφων σε αυτό το θέμα συνήθως τελειώνει στις όποιες ψυχικές μεταθέσεις κάνουν σε μυθοπλασία, ή με παραδείγματα τρίτων σε φιλοσοφικά τους συγγράμματα, αλλά όχι με προσωπικό παράδειγμα. Στερούνται, δηλαδή, της απόδειξης. Ο Λιαντίνης προχώρησε εκεί που σταμάτησαν και σταματούν όλοι οι άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι. Τη φιλοσοφία του την έκανε πράξη. «Φεύγω πλήρης και υγιής», δήλωσε εκείνος. Απολύτως συνεπής, νομίζω εγώ.

Δεν άφησε χρέη, δεν ήταν απελπισμένος, δεν ήταν τρελός, δεν ήταν απογοητευμένος, δεν πήρε και άλλους μαζί του στο όνομα κάποιας πίστης ή κάποιας εκδίκησης, δεν αγνόησε τον πόνο των δικών του ανθρώπων που υπεραγαπούσε και γι’ αυτό τους προετοίμασε έτσι ώστε να τον κατανοήσουν (μιλώ για τη μητέρα του και την κόρη του). Για ματαιοδοξία, δεν το συζητώ. Ο ματαιόδοξος δεν χάνει ούτε ένα χειροκρότημα, ακόμη και από τα φτερά της μύγας ακούει χειροκροτήματα και ελπίζει μέχρι την τελευταία του ανάσα (άντε, προ-τελευταία του) στην «καταξίωση», η οποία δεν έχει ούτε οροφή ούτε τέλος.

Δεν έδωσε παράδειγμα θανάτου αλλά συνέπειας ζωής και έργου, λόγων και πράξεων. Δεν αυτοκτόνησε αλλά «νίκησε» σε μια μάχη που έδωσε αυτός, για τον εαυτό του, και δεν είναι δυνατόν να τη δώσει κανένας άλλος «μιμητής» στο μέλλον γιατί, απλούστατα, θα άλλαζε τη συνθήκη. Δηλαδή, ο επόμενος «επίδοξος» θα έχει ως επιπλέον κίνητρο να το κάνει «όπως ο Λιαντίνης». Αυτός, να είστε σίγουρος, θα πηδήξει και από μπαλκόνι με ή χωρίς κάμερες!

Μελέτη θανάτου σημαίνει ζω καλά, δεν ξοδεύω ούτε μια στιγμή από αυτό το υπέρτατο δώρο που μου χαρίστηκε. Ζω ανθρωπινά και κατά φύση. Δεν ετοιμάζω πυραμίδα να θαφτώ μέσα κάνοντας χρήση των «σκλάβων» ή «μαθητών», αγνοώντας κάθε τι άλλο «ποταπό» αφού ΕΓΩ έχω θεϊκό σκοπό!

Το έργο, λοιπόν, ενός Ανθρώπου αυτής της Συνέπειας, που δεν εξαιρεί και δεν αναβάλλει ούτε το θάνατό του, πρέπει να το προσεγγίζουμε με μεγάλο σεβασμό. Τον μεγαλύτερο ίσως.

Αυτά κατάλαβα εγώ διαβάζοντας το έργο του («Πολυχρόνιο», «Νηφομανή», «Γκέμμα», κάποια αποσπάσματα από τα «Ελληνικά» και τις όποιες ομιλίες είναι διαθέσιμες στο Διαδίκτυο). Και από εκεί, από το έργο του, πρέπει νομίζω να αρχίσετε (ο πνευματικός κόσμος) ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και τον θάνατό του.

Εκεί μέσα, είδα έναν άνθρωπο βαθιά ηθικό. «Χριστιανομάχο» αλλά όχι «Χριστομάχο». Άθεο; Ναι, με την έννοια του μη ασπασμού κάποιου δόγματος. Ο Λιαντίνης βάζει στο κέντρο τον άνθρωπο, παρόλο που γνωρίζει ότι το σύμπαν δεν περιστρέφεται γύρω μας. Τον βάζει, όμως, για να αναμετρηθεί με τις προκλήσεις και να καταργήσει το «μάταιο», ανεβαίνοντας σε κορυφές δύσβατες αλλά που μπορεί να τις κατακτήσει, όχι για να «θεωθεί» αλλά για να «ανθρωπιστεί»!

Προσέξτε ότι χρησιμοποιεί, σε όλο του το έργο, την κατάφαση και όχι την άρνηση και την απόρριψη, ακόμη και εκεί που είναι εκ διαμέτρου αντίθετος. Πιστεύει ότι ο χριστιανισμός ήταν οπισθοδρόμηση αλλά αναγνωρίζει ως αναπόφευκτη την οπισθοδρόμηση αυτή, και νομίζω ότι έχει δίκιο και για τα δύο. Αφήσαμε περισσότερα στο Θεό, μεταθέσαμε στο Σταυρό του Χριστού τις δικές μας ευθύνες, πιστεύουμε και περιμένουμε «θαύματα» και δεν δημιουργούμε θαυμαστά έργα. Γιατί, σίγουρα, το ότι φτάσαμε να είμαστε σε απόσταση ενός κουμπιού από τον πυρηνικό όλεθρο, αυτό δεν το λες θαυμαστό έργο...

«Είναι άδικο και μεγάλο παράξενο», γράφει, «να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού». Για ζωή μιλάει, όχι για θάνατο. Προσέξτε τη γλώσσα: Είναι ρήτορας στο λόγο του και ποιητής στα γραπτά του!

Κύριε Παπαχρήστου, πιστεύω ότι αν προσεγγίσετε το έργο του (όχι μόνο το θάνατό του) χωρίς τον – απολύτως κατανοητό και δικαιολογημένο – εκνευρισμό που μας προκαλούν οι «μαθητές» του, τότε θα μπορέσετε να μας δώσετε άλλες, πιο φωτεινές αναγνώσεις.

Αυτές περιμένω!

Με βαθύτατη εκτίμηση,

Μάκης

Υ.Γ:

Ο Λιαντίνης, κατά την άποψή μου, έχει θέση στα «εργαστήρια» ανθρώπων του πνεύματος (και όχι «πνευματικών») και σίγουρα όχι στα μεσημεριανά της τηλεόρασης ή στα sites «πιστών», «μαθητών», «πνευματικών κληρονόμων» ή απλώς «κληρονόμων», που σκίζουν τα ιμάτιά του και τα μοιράζονται. Αν τελικά το αποτέλεσμα του έργου του θα είναι να φτιάξει θρησκεία (έστω και ενός πιστού), τότε αυτός απέτυχε και εμείς τον χάσαμε!

--------------------------------------------------

Αναφορές:

[1] http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=438152

[2] http://www.aixmi.gr/index.php/sti-skia-enos-epigeiou-theou/

[3] http://www.aixmi.gr/index.php/mia-prosopiki-katathesi-gia-ton-dimitr/

[4] http://www.aixmi.gr/index.php/skepseis-pano-se-mia-dialexi-tou-dimitri-liantini/

[5] http://www.aixmi.gr/index.php/poso-st-alitheia-haoromaste-se-mia-kideia/


Aixmi.gr

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Τα διχαστικά «φάουλ» του δικομματισμού

Στις υγιείς δημοκρατίες, ο κομματικός πλουραλισμός – ακόμα και στην εκδοχή του δικομματισμού – λειτουργεί προς όφελος των κοινωνιών, αφού μέσα από πολιτικές αντιθέσεις παράγονται συνθέσεις που οδηγούν στις βέλτιστες λύσεις για τα προβλήματα μιας χώρας.

Υπάρχει, όμως, και μια νοσηρή εκδοχή δικομματισμού. Είναι ένα τέρας που επιβιώνει και αυτοσυντηρείται καλλιεργώντας μεθοδικά την απαραίτητη τροφή του: τον διχασμό της κοινωνίας! Ένα τέρας που χωρίζει τους πολίτες σε «καλούς» και «κακούς» κατά περίπτωση και που, σε ακραίες περιπτώσεις, οδηγεί ακόμα και σε εμφύλιες συγκρούσεις και εθνικές τραγωδίες.

Ανθιστάμενος στον πειρασμό ιστορικών αναδρομών, έρχομαι απευθείας στη σύγχρονη εποχή. Η νέα Αριστερά (ο αναγνώστης μπορεί κατά βούληση να τοποθετήσει εισαγωγικά) κατάκτησε την εξουσία παίζοντας με απίστευτο φανατισμό και ρητορείες μίσους το χαρτί της διχοτόμησης των πολιτών σε «κακούς μνημονιακούς» και «καλούς αντιμνημονιακούς». Με αποκορύφωμα το παρανοϊκό δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα ενός ακήρυκτου εμφυλίου.

Όταν το αντιμνημονιακό αφήγημα κατέπεσε εκ των πραγμάτων, η εξουσία αναζήτησε, όπως ήταν φυσικό, νέες διχαστικές γραμμές. Έτσι επικέντρωσε τη ρητορεία της στο υποτιθέμενο δίπολο «κακός και ανάλγητος φιλελεύθερος» απέναντι στον «καλό και στοργικό κρατιστή». Το αποκορύφωμα αυτής της αντίληψης το βιώσαμε στην πρόσφατη πρωθυπουργική συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, όπου με ιδιαίτερο κυνισμό (αν όχι και χαιρεκακία) ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης διαχώρισε τους ανέργους – ή εν δυνάμει ανέργους – της χώρας σε «καλούς που εργάζονται για το κράτος» (και, άρα, είναι μη-ηθικό να αποστερούνται το δικαίωμα στην εργασία) και «κακούς που εργάζονται για τα συμφέροντα ιδιωτών εργοδοτών» (άρα, «ας πρόσεχαν!»).

Το παραπάνω ιδεολογικό δίπολο, με αντιστροφή όμως των ηθικών προσήμων, το υιοθετεί και το απέναντι χαράκωμα του δικομματισμού. Ακούμε συχνά τους εκπροσώπους του «φιλελεύθερου» στρατοπέδου να χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους κρατικούς λειτουργούς της χώρας ως «τεμπέληδες», «κηφήνες» και «άχρηστους», τοποθετώντας εξ ορισμού φωτοστέφανο στους δραστηριοποιούμενους στην ιδιωτική οικονομία. (Για να ακριβολογούμε, βέβαια, η θετική διάθεση εξαντλείται στον επιχειρηματία. Ο πόνος που συχνά εκφράζεται για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα είναι μάλλον προσχηματικός, αν όχι ξεκάθαρα υποκριτικός. Αυτοί οι άνθρωποι, τελικά, είναι τα αποπαίδια ολόκληρου του πολιτικού συστήματος...)

Σε πρόσφατη εκδήλωση με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης (ιδέα που, προσωπικά, με βρίσκει σύμφωνο), ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης – ένας άνθρωπος που, αν μη τι άλλο, μας έχει συνηθίσει σε προσεκτική χρήση του λόγου – αναφέρθηκε κάποια στιγμή στην «εκλογική πελατεία» (sic) της κυβέρνησης. Πρόκειται για ηθικά ανεπίτρεπτο γλωσσικό ατόπημα στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, και θα εξηγήσω το γιατί:

Ο όρος «πελάτης» παρεμφαίνει συμφέρον, εξαγορά, συναλλαγή. Άρα, στο εννοιολογικό περιβάλλον στο οποίο εκφέρεται, ο όρος αυτός είναι αυτονόητα φορτισμένος με αρνητικό ηθικό πρόσημο. Όμως, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης (τουλάχιστον, σε χώρες με δημοκρατικά καθεστώτα) ο ψηφοφόρος κάνει τις επιλογές του και (αν όχι κυρίως) με γνώμονα το ατομικό και οικογενειακό του συμφέρον. Οι ψηφοφόροι που, ενδεχομένως, θα φέρουν την νυν αξιωματική αντιπολίτευση κάποια στιγμή στην εξουσία, δεν θα είναι στο σύνολό τους αγνοί ιδεολόγοι αλλά, κατά κύριο λόγο, άνθρωποι που θα πιστέψουν πως με την αλλαγή διακυβέρνησης της χώρας θα καλυτερέψουν και οι δικές τους ζωές.

Έτσι, δεν υπάρχουν «κακοί πελάτες» που ψηφίζουν τους πολιτικούς μας αντιπάλους και «καλοί ψηφοφόροι» που εκλέγουν εμάς. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που εξασκούν ένα δημοκρατικό δικαίωμα χωρίς να οφείλουν να απολογούνται για τα κίνητρα των επιλογών τους. Αν θέλουμε να λεγόμαστε «φιλελεύθεροι», είναι η υπ’ αριθμόν ένα ελευθερία που θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε! Είτε αυτή μας βολεύει, είτε όχι...

Είναι δυνατό να επιβιώσει ο εγχώριος δικομματισμός έξω από τη λογική τού «διαίρει και βασίλευε»; Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι η εθνική συνείδηση τίθεται υπεράνω κομματικών ιδιοτελειών και πολιτικών σκοπιμοτήτων, έτσι ώστε τα κόμματα εξουσίας να συναγωνίζονται για το καλό του τόπου αντί να ανταγωνίζονται για την προς όφελος του καθενός διαίρεση της κοινωνίας. Όμως, από την εποχή των μεγάλων ιστορικών εθνικών διχασμών (σαν να λέμε, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους) τέτοιες προϋποθέσεις ουδέποτε ίσχυσαν.

Η αλλαγή, λοιπόν, του εκλογικού συστήματος (η οποία, όπως πρωτογενώς σχεδιάστηκε, υπήρξε ένα απλό αυτοσυντηρητικό τέχνασμα της παρούσας εξουσίας) ίσως τελικά αποδειχθεί (αν βέβαια προλάβει να επιβιώσει...) μια μεγάλη ευκαιρία για το πολιτικό μας σύστημα να αποδείξει ότι είναι εξίσου ικανό για συνθέσεις, όσο και για διχοτομήσεις. Ασφαλώς, μαντεύω την αναμενόμενη και δίκαιη αναφώνηση «κι ύστερα ξύπνησες!» που μου απευθύνει τούτη τη στιγμή ο αναγνώστης...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Είναι κακό πράγμα ο Νόμος και η Τάξη;

Δηλώνω εξαρχής, προς αποφυγή παρερμηνειών, ότι δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να γίνω συνήγορος οποιουδήποτε πολιτικού. Ακόμα περισσότερο αν αυτός εκπροσωπεί ένα κόμμα εξουσίας (ή εν δυνάμει εξουσίας)!

Τούτου λεχθέντος, ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο με τον οποίο «κύκλοι του Μαξίμου» απάντησαν σε δήλωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία (δήλωση) επέκρινε την κυβέρνηση για την «αμήχανη» και «εγκλωβισμένη σε ιδεοληψίες» αντιμετώπιση των ζητημάτων που αφορούν τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια των πολιτών.

Δεν είναι πρόθεση του παρόντος σημειώματος η επί της ουσίας τοποθέτηση πάνω στη δήλωση του κ. Κ. Μητσοτάκη. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η προαναφερθείσα απάντηση «κυβερνητικών πηγών», έτσι όπως είδε το φως της δημοσιότητας μέσω αναρτήσεων σε έγκυρα ειδησεογραφικά sites (φιλοκυβερνητικών μη εξαιρουμένων):

«Αμήχανος απέναντι στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης σε θεσμούς, οικονομία και κοινωνικό κράτος, ο κ. Μητσοτάκης ακολουθεί τη γνωστή μα αποτυχημένη συνταγή ‘Νόμος και Τάξη'. Γνωστή και σταθερή πολιτική συνέχεια της κυβέρνησης Σαμαρά στην οικονομία και στην προπαγάνδα. Το μόνο που διακυβεύεται είναι η προοπτική της ΝΔ και το καταδικασμένο από το λαό πρόγραμμά της. Την ασφάλεια των πολιτών την εγγυώνται καθημερινά οι θεσμοί της συντεταγμένης πολιτείας και της δημοκρατίας.»

Θα ήθελα με την ευκαιρία να διατυπώσω μερικά καλοπροαίρετα ερωτήματα:

1. Αν η συνταγή «Νόμος και Τάξη» κρίνεται καταρχήν ως αποτυχημένη, ποιο είναι το επιτυχές εναλλακτικό της; Μήπως το «Ανομία και Χάος»;

2. Είναι απολύτως βέβαιο ότι, ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους οι πολίτες καταδίκασαν ένα προγενέστερο πρόγραμμα, ήταν η (υποτιθέμενη) προσήλωση του προγράμματος αυτού στο Νόμο και την Τάξη; Ή, για να αντιστρέψω το ερώτημα: Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες ψήφισαν ένα διαφορετικό πρόγραμμα γιατί, μεταξύ άλλων, οι εμπνευστές του εμφανίζονταν ανέκαθεν «αλλεργικοί» απέναντι σε κάθε τι που παρέπεμπε στη νομιμότητα και την ευταξία;

3. Οι θεσμοί της συντεταγμένης πολιτείας και της δημοκρατίας, οι οποίοι εγγυώνται την ασφάλεια των πολιτών, μπορούν να επιτυγχάνουν τους στόχους τους παρακάμπτοντας τους νόμους της χώρας και αδιαφορώντας για τη διαφύλαξη της τάξης (θεωρώντας την, ενδεχομένως, ως «αντιδημοκρατική» πρακτική);

Ο παρατηρητικός αναγνώστης θα έχει ήδη αντιληφθεί ότι τα παραπάνω ερωτήματα είναι κατά βάση ρητορικά. Το ουσιαστικό ερώτημα, όμως, τρομάζει: Θα πρέπει άραγε να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι η ανομία βαθμιαία καθίσταται de facto νόμος του κράτους σ’ αυτή τη χώρα; Ένας «νόμος», μάλιστα, που η ίδια η εξουσία ελάχιστα πρόθυμη φαίνεται να αμφισβητήσει, πόσο μάλλον να ανατρέψει στην πράξη...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Δεν ταιριάζει τέτοια δημοσιογραφία στην ΑΕΚ!


Θυμάμαι εποχές που οι αθλητικές εφημερίδες, όποιο κι αν ήταν το οπαδικό «χρώμα» της καθεμιάς, πανηγύριζαν για τις νίκες των ελληνικών ομάδων σε διεθνείς αναμετρήσεις, και θλίβονταν ειλικρινά για τις ήττες τους.

Με τα χρόνια, οι ελληνικές ομάδες έπαψαν να είναι ελληνικές. Και ο αθλητικός τύπος (αυτός, τουλάχιστον, με οπαδικούς προσανατολισμούς) λίγη σχέση είχε πλέον με τα ιδεώδη του αθλητισμού. Οι ιδέες και τα ιδανικά δεν πουλάνε σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος ανακαλύπτει ξανά τα άγρια, προϊστορικά ένστικτά του, λες και τον κούρασαν τόσοι αιώνες εξέλιξης...

Είναι αλήθεια ότι οπαδικός τύπος υπήρχε πάντα στη χώρα. Για παράδειγμα, οι φίλοι του Παναθηναϊκού προτιμούσαν από παλιά να διαβάζουν την «Αθλητική Ηχώ», ενώ αυτοί του Ολυμπιακού το «Φως των Σπορ». Σ’ εμάς τους Αεκτζήδες αναλογούσε απλά η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στις «αλλόθρησκες» εφημερίδες (με ευχάριστη εξαίρεση την εβδομαδιαία έκδοση του ιστορικού «Δικέφαλου»).

Το να είναι μια εφημερίδα οπαδική δεν είναι a priori κακό πράγμα. Γίνεται κακό από τη στιγμή που η εφημερίδα αυτή καλλιεργεί και προάγει το μίσος για τον αντίπαλο, ενθαρρύνοντας έτσι έμμεσα τη βία. Όταν απευθύνεται, με άλλα λόγια, στα άγρια ένστικτα του οπαδού και όχι στις ανάγκες ενημέρωσης (έστω και οπαδικά «κεχρωσμένης») του φιλάθλου. Και τούτα τα παραπάνω συμβαίνουν κατά κανόνα όταν ο αθλητικός τύπος βρίσκεται σε στενή σχέση εξάρτησης με τους λεγόμενους «οργανωμένους οπαδούς». Τα τρωκτικά αυτά που καταστρέφουν το ποδόσφαιρο και διώχνουν τους αληθινούς φιλάθλους και τις οικογένειες από τα γήπεδα...

Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς αυτό το φαινόμενο διαπλοκής τύπου και οπαδών έκανε την εμφάνισή του στο χώρο της ΑΕΚ. Είναι όμως βέβαιο ότι κορυφώθηκε και έφτασε στα άκρα κατά την πρώτη επιστροφή στη Νέα Φιλαδέλφεια ενός προπονητή και πρώην ειδώλου των Αεκτζήδων, που είχε κάνει το «εγκληματικό λάθος» να εργαστεί για ένα διάστημα σε ανταγωνιστικό σύλλογο. Και μάλιστα, όχι σε οποιονδήποτε σύλλογο...

Οι «υπερεθνικόφρονες» οργανωμένοι ποτέ δεν του το συγχώρησαν, και υποδέχθηκαν το γεγονός της επιστροφής του με πράξεις βίας που αποτελούν ως σήμερα μελανό στίγμα στην ιστορία του συλλόγου. Και η μανία τους αυτή δεν εξαντλήθηκε στον ίδιο τον προπονητή αλλά επεκτάθηκε και στους συνεργάτες του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός εξ αυτών, ο οποίος έπεσε θύμα ενέδρας στα στενά της Νέας Φιλαδέλφειας την ώρα που οδηγούσε το αυτοκίνητό του μετά από Κυριακάτικο παιχνίδι. Ξυλοκοπήθηκε άγρια μπροστά στο ανήλικο παιδί του!

Ελεεινότερη, όμως, κι από την ίδια την πρωτογενή πράξη βίας ήταν η στάση μιας ακραία οπαδικής εφημερίδας που θώπευε την εποχή εκείνη τα αυτιά και τις συνειδήσεις των «οργανωμένων» της ΑΕΚ, υποδαυλίζοντας το μίσος τους κατά του προπονητή και των συνεργατών του. Στο φύλλο της επόμενης μέρας, κάνοντας επίδειξη δημοσιογραφικής ανευθυνότητας και διαστροφικής αίσθησης του χιούμορ, περιέγραψε το γεγονός του ξυλοδαρμού περίπου σαν να επρόκειτο για κάποιο σκετς από θεατρική επιθεώρηση, συγχαίροντας, σχεδόν, τους δράστες για «κάτι ψιλές που έπεσαν» (sic) στον ατυχή γυμναστή!

Η εν λόγω εφημερίδα δεν υφίσταται πλέον, υπάρχει όμως το δημοσιογραφικό ιερατείο που την εξέδιδε, έχοντας τώρα μεταφέρει το στρατηγείο του στο χώρο των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Γνωρίζοντας καλά ότι το είδος της αθλητικής δημοσιογραφίας που υπηρετούν δεν επιβιώνει έξω από τη λογική του οπαδικού φανατισμού, συνεχίζουν να καλλιεργούν το μίσος κατά των αντιπάλων και να σιωπούν ένοχα για τα φαινόμενα της οπαδικής βίας στο χώρο της ΑΕΚ, έμμεσα δικαιολογώντας και ενθαρρύνοντάς τα (φταίει πάντα η «κακή» Πολιτεία που επιβάλλει κάθε τόσο εξοντωτικές ποινές στο σύλλογο!).

Ο προσκείμενος στην ΑΕΚ ακραία οπαδικός τύπος, ελεγχόμενος πάντοτε από τα ίδια πρόσωπα, έχει κατά την τελευταία εικοσαετία καλλιεργήσει στους φίλους της ποδοσφαιρικής ομάδας ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στο σύλλογο του Ολυμπιακού. Προωθεί, δηλαδή, συστηματικά την εικόνα μιας «πτωχής πλην τιμίας ΑΕΚ» που πολεμά με άνισους όρους έναν «διεφθαρμένο» αλλά (κι αυτό είναι το σημαντικό) πανίσχυρο και, εν τέλει, ανίκητο αντίπαλο!

Η αντι-ολυμπιακή ψύχωση η οποία έχει, έτσι, αναπτυχθεί στον δεκτικό στις επιρροές οπαδό της Ένωσης, έχει οδηγήσει τον τελευταίο σε αισθήματα εχθροπάθειας όμοια με αυτά ενός κατακτημένου λαού απέναντι στους κατακτητές του, τους οποίους φθονεί μεν αλλά κατά βάθος θα επιθυμούσε να βρίσκεται στη θέση τους. Και το μόνο που μένει να δίνει χαρά στους «υποτελείς» – αφού εκ των πραγμάτων δεν έχουν δικούς τους θριάμβους να επιδείξουν – είναι οι περιστασιακές ήττες των «εχθρών» τους. Η άγρια ικανοποίηση ενός συμπλεγματικού μπροστά στη θέα της αποτυχίας εκείνου τον οποίο, σωστά ή όχι, θεωρεί ως υπέρτερο!

Οδηγούμαστε, έτσι, σε έναν επικίνδυνο (μερικό, έστω) ετεροκαθορισμό της ΑΕΚ, βάσει του οποίου τα επιτεύγματα του συλλόγου προσμετρούνται σε συνάρτηση και με τις αποτυχίες του μισητού αντιπάλου. Οι ήττες του Πειραϊκού συλλόγου κατάντησαν να γιορτάζονται σαν νίκες της ΑΕΚ!

Την πλέον ταπεινωτική έκφανση αυτής της νοοτροπίας αντίκρισα διαβάζοντας ένα πρόσφατο άρθρο γραμμένο από τον «αρχιερέα» του οπαδικού τύπου στο χώρο της ΑΕΚ. Παραμονές κρίσιμου διεθνούς αγώνα της ομάδας, το άρθρο επιδιδόταν σε πανηγυρισμούς για μια προηγηθείσα ήττα του Ολυμπιακού, διατυπώνοντας απροκάλυπτα την εκτίμηση ότι η ήττα αυτή ήταν ακόμα σημαντικότερη κι από μια ενδεχόμενη νίκη της ΑΕΚ στο παιχνίδι που εκκρεμούσε! Κι αν κρίνω από τα σχόλια που συνόδευαν το άρθρο, αρκετοί οπαδοί της ΑΕΚ (ευτυχώς διέκρινα και εξαιρέσεις) αισθάνθηκαν ιδιαίτερα υπερήφανοι μετά το πέρας της ανάγνωσης...

Μια αναγκαία διευκρίνιση, προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων: Το παρόν κείμενο δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να εκχωρήσει «συγχωροχάρτι» στον Ολυμπιακό! Να τι είχαμε γράψει σε παλιότερο άρθρο:

«Η στάση του Πειραϊκού συλλόγου απέναντι στην ΑΕΚ κατά την τελευταία εικοσαετία χαρακτηρίστηκε από απύθμενο κυνισμό. Πρωτοκλασάτοι ποδοσφαιριστές υφαρπάχθηκαν από την Ένωση. Το ίδιο κι ένας προπονητής-σύμβολο, η φυγή του οποίου έφερε αργότερα την ΑΕΚ στα πρόθυρα εμφυλίου. Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κλοπή ‘στα χαρτιά’ ενός ολόκληρου τίτλου το 2008. Μια κλοπή που επισφραγίστηκε κατά τον χυδαιότερο τρόπο με το αλαζονικά σαρκαστικό ‘χιούμορ’ του τότε προέδρου του Ολυμπιακού, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή αναστολή να χλευάσει την ΑΕΚ και τους φιλάθλους της σε αθλητική εκπομπή της τηλεόρασης!»

Ο Ολυμπιακός, λοιπόν, είναι αυτός που είναι, και κάθε περαιτέρω σχολιασμός μας επ’ αυτού περιττεύει. Ως φίλος της ΑΕΚ, όμως, ενοχλούμαι αφάνταστα από την αντι-ολυμπιακή ψύχωση που συστηματικά καλλιεργούν και ενσπείρουν στον κόσμο του συλλόγου κάποιοι κύκλοι που έχτισαν και συντηρούν δημοσιογραφικές καριέρες ταΐζοντας το νοσηρό τέρας του ακραίου οπαδισμού. Πόσο μάλλον όταν οι κύκλοι αυτοί φτάνουν στο ακρότατο σημείο εξευτελισμού της ιστορίας της ΑΕΚ, ισχυριζόμενοι ότι οι δικές της νίκες είναι λιγότερο σημαντικές από τις ήττες κάποιου αντιπάλου της!

Το μέγεθος της ΑΕΚ είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει σε μικροπρεπείς και συμπλεγματικές χαιρεκακίες απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο, όσο σπουδαίος κι αν φαντάζει. Πόσο μάλλον όταν αυτός εκπροσωπεί τη χώρα σε διεθνείς αναμετρήσεις, από τις οποίες προσδοκούμε, εκτός των άλλων, την αναβάθμιση του ελληνικού ποδοσφαίρου στο σύνολό του, με βάση διεθνώς θεσπισμένα βαθμολογικά κριτήρια.

Και, για να κλείσουμε: Η ΑΕΚ δεν μπορεί να (εξακολουθήσει να) αποτελεί επικερδή επιχείρηση για όσους εμπορεύονται το μίσος και τον φανατισμό. Βέβαια, σε μια αγορά δεν φταίει μόνο ο πωλητής για την ποιότητα του προϊόντος που διακινεί. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, αν θα συνεχίσουμε εμείς να το αγοράζουμε.

Φοβάμαι πως, αν μιλούμε για το ελληνικό ποδόσφαιρο εν γένει, το υποκείμενο ερώτημα καταντά ρητορικό...

Aixmi.gr

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Τα capital controls και τα κορόιδα...


Ανοίγω το ραδιόφωνο τις προάλλες, να ακούσω τις ειδήσεις της ημέρας. Μία από αυτές ελάχιστα με εντυπωσίασε: Σε δηλώσεις του στην κρατική τηλεόραση, ο υπουργός Οικονομικών εκτίμησε ότι η οριστική άρση των capital controls θα γίνει «μετά το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης» (το πόσο μετά, δεν το προσδιόρισε), προβλέποντας μάλιστα ότι η διαπραγμάτευση αναμένεται να περάσει μέσα από συγκρούσεις και έντονες διαφορές με τους θεσμούς!

Την ίδια στιγμή, όλοι οι αναλυτές – κυβερνητικοί και μη – λένε σε όλους τους τόνους ότι δεν θα αρθούν οι περιορισμοί αν πρώτα δεν επιστρέψει το αίσθημα εμπιστοσύνης στους καταθέτες, έτσι ώστε να «πάρουν τα λεφτά απ’ το στρώμα» και να τα ξαναβάλουν στις τράπεζες. Όμως, ποια εμπιστοσύνη μπορεί να υπάρχει σε ένα σύστημα που ανά πάσα στιγμή, ξαφνικά και απροειδοποίητα, έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει τα χρήματα των ανθρώπων; Πρώτα άρση των περιορισμών, λοιπόν, και μετά επιστροφή των κεφαλαίων στη βάση τους. Φαύλος κύκλος, δηλαδή. Κάτι σαν την κότα και το αυγό!

Βέβαια, αυτοί που έμειναν να ταλανίζονται με τα capital controls είναι κάτι κορόιδα σαν και του λόγου μου, που έδινα πίστη στον ταμία της τράπεζας όταν τον άκουγα πέρυσι, μέσα Ιουνίου, να μιλά κοροϊδευτικά για τους «υστερικούς πελάτες» που έρχονταν κάθε τόσο να αποσύρουν τεράστια ποσά από τις καταθέσεις τους, πέφτοντας θύματα, υποτίθεται, της περιρρέουσας κινδυνολογίας.

Εκείνη τη μοιραία Παρασκευή, λοιπόν, δεν πήγα να πάρω χρήματα, αν και χρειαζόμουν. «Άσε, από Δευτέρα», σκέφτηκα! Εξ άλλου, ο δίτροχος ροκ-σταρ – και, αν του περίσσευε χρόνος, υπουργός των Οικονομικών – με το κακόγουστα ανορθόγραφο όνομα, μας διαβεβαίωνε αφενός ότι η συμφωνία με τους θεσμούς ήταν υπόθεση ωρών για να ολοκληρωθεί, αφετέρου δε ότι, σε κάθε περίπτωση, το κλείσιμο των τραπεζών δεν ήταν μια θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία.

Τελικά, ξυπνήσαμε Σάββατο πρωί με την αναγγελία του παρανοϊκού δημοψηφίσματος, για να ακολουθήσουν σύντομα οι εξ ανέμελης μοτοσικλέτας προερχόμενοι αυτάρεσκοι κομπασμοί, «Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες» (“Honey, I just shut the banks”)!

Κάρτες δεν είχα ποτέ, το ίδιο κι η γυναίκα μου. Εκείνη την εποχή προέκυψαν μάλιστα και κάποια ιατρικά έξοδα που άμεσα απαιτούσαν μετρητά. Έφτασα να μετρώ τα ψιλά στο πορτοφόλι μου για μια τυρόπιτα, μοναδικό γεύμα της ημέρας. Δεν θα ντραπώ να ομολογήσω ότι κάποιες μέρες πείνασα...

Σε κάθε περίπτωση, εμείς οι αφελείς πιαστήκαμε στον ύπνο. Γιατί, ως την Παρασκευή το μεσημέρι, ώρα που οι τράπεζες κατέβαζαν ρολά, όλα πήγαιναν – υποτίθεται – ιδανικά. Η συμφωνία με τους θεσμούς ήταν «σχεδόν κλεισμένη», και από Δευτέρα όλα θα ήταν “business as usual”. Βέβαια, ως γνωστόν, το κλείσιμο των τραπεζών ποτέ δεν προαναγγέλλεται επισήμως. Πόσο μάλλον όταν ακόμα και μια απλή φήμη που διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, είναι ικανή να ενσπείρει τον πανικό στους καταθέτες, οδηγώντας σε χαοτικές καταστάσεις μέσα και έξω από τις τράπεζες.

Θυμάμαι ένα τηλεφώνημα που είχα δεχθεί από συγγενικό μου πρόσωπο, κάπου πέντε χρόνια πριν. Μου έδινε την «υπεύθυνη και άκρως εμπιστευτική» πληροφορία (την οποία απαγορευόταν να μοιραστώ με οποιονδήποτε άλλον) ότι «την Κυριακή αναγγέλλεται η χρεοκοπία και από Δευτέρα πρωί θα κλείσουν επ’ αόριστον οι τράπεζες». Γι’ αυτό, θα έπρεπε να σπεύσω να αποσύρω όλες τις καταθέσεις μου!

Για κάποιο λόγο, δεν μου φάνηκε τότε σοβαρή η πληροφορία. Σκέφτηκα όμως τι θα γινόταν έτσι και άνοιγα το στόμα μου «ενημερώνοντας» κάποιους άλλους, καθένας εκ των οποίων θα μιλούσε με τη σειρά του σε άλλους τόσους. Να πώς δημιουργείται από το τίποτα η χιονοστιβάδα του πανικού κι ανοίγουν οι πύλες του χάους!

Θα μου πείτε, τα λεφτά έφυγαν ούτως ή άλλως «εν ψυχρώ» από τις τράπεζες. Ωστόσο, κάτι έμεινε πίσω να τις κρατάει όρθιες. Μέσα σ’ αυτό το «κάτι» είναι τα χρήματα των «κορόιδων». Εκείνων, δηλαδή, που δεν πήραν στα σοβαρά έναν επικίνδυνο ταχυδακτυλουργό της οικονομικής επιστήμης, που είχε στην άκρη του μυαλού του ένα σχέδιο υφαρπαγής των μόχθων τους για να χρηματοδοτήσει το ουτοπικό κοινωνικό του όραμα με τον παραπλανητικό κωδικό “Plan B”. Που στην πραγματικότητα ήταν “Plan A”...

Κάποιοι που βρεθήκαμε τότε στον αέρα, δίχως ευρώ στο στρώμα και πλαστικές κάρτες στο πορτοφόλι, πήραμε για λίγο μια γεύση από την καθολικά φτωχοποιημένη κοινωνία που μας ετοίμαζαν από καιρό ένας υπερφίαλος ακαδημαϊκός, ένας δογματικός νεο-σταλινικός και μια υστερικά στριγκλίζουσα κόρη. Με στοιχειώνει ακόμα η θύμηση από το βουβό κλάμα ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας, που μάταια εκλιπαρούσε στην τράπεζα για λίγα μετρητά. «Πώς θα ζήσουμε;», ρωτούσε μάλλον ρητορικά τον ατσαλάκωτο με τη γραβάτα...

Θυμάμαι επίσης τον ναρκισσευόμενο μπον βιβέρ υπουργό σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του το απόγευμα της μέρας του δημοψηφίσματος, να απαντά σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με τους ηλικιωμένους που, μες στη ζέστη του καλοκαιριού, ξεροστάλιαζαν με τις ώρες έξω απ’ τις τράπεζες. Με υπεροψία και κυνισμό που θα έκαναν οποιονδήποτε (πλην θαυμαστών) να ανατριχιάσει, τους περιέγραψε περίπου ως αναλώσιμο είδος, κάτι σαν αναγκαίες παράπλευρες απώλειες στον αγώνα για «εθνική ανεξαρτησία»! Έτσι όπως εκείνος, τουλάχιστον, αντιλαμβανόταν τις έννοιες...

Όσο για το πνευματικό παιδί του, τα capital controls, δηλαδή, που μας άφησε ως παρακαταθήκη πηγαίνοντας να πουλήσει και σ’ άλλες πολιτείες το σταριλίκι και τις επιστημονικές ιδέες του («Πώς να οδηγήσετε μια χώρα σε ολική χρεοκοπία μέσα σε πέντε μήνες!»), αυτά μάλλον ήρθαν για να μείνουν. Ας μην παραμυθιαζόμαστε, λοιπόν, με τη δήθεν επικείμενη άρση τους. Στο κάτω-κάτω, όλα συνηθίζονται με τον καιρό. Ακόμα και το αίσθημα του κορόιδου...

Aixmi.gr