Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Μασημένες τσίχλες και λόγια-στιλέτα (μικρές ιστορίες ρίψεων και καταρρίψεων)


Υπάρχουν πολλοί τρόποι να περάσει κάποιος ένα μήνυμα κατάρριψης. Μερικές φορές δεν απαιτούνται λόγια: ένα απλό βλέμμα, ένας μορφασμός, ακόμα και μια απλή σύσπαση του προσώπου, αρκούν. Άλλες φορές τα μέσα επικοινωνίας χρειάζεται να είναι πιο χειροπιαστά. Έτσι, επιστρατεύονται οι λέξεις. Που είναι συχνά κοφτερές σαν τα μαχαίρια. Και μάλιστα, «μαχαίρια» που τα πετά κανείς από μακριά, με τη σιγουριά που χαρίζει η ασφάλεια της απόστασης. Ή, με το υπερφίαλο αίσθημα που προσδίδει το κύρος.

Αν, πάλι, οι λέξεις δεν είναι αρκετές, θα μπορούσε κάποιος να αναζητήσει υποκατάστατα μαχαιριών στη μορφή «αβλαβών» αντικειμένων, για να τα εκτοξεύσει στο στόχο προκαλώντας του ηθική μόνο και όχι (ορατή, τουλάχιστον) σωματική βλάβη. Τα γαλακτοκομικά και η ντομάτα αποτέλεσαν, ιστορικά, δημοφιλή τέτοια υποκατάστατα. Με την πάροδο του χρόνου, ο άνθρωπος έγινε ακόμα πιο πρακτικός στις επιλογές του, πετώντας ό,τι του ήταν πιο βολικό την κάθε στιγμή. Ας πούμε, ακόμα και μασημένες τσίχλες!

Θα διηγηθώ, ενδεικτικά, τρεις σύντομες ιστορίες επικοινωνίας μέσω «ρίψεων» – αντικειμενικών ή ρητορικών. Η πρώτη αναδεικνύει την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής εκεί που η Φύση δεν υπήρξε γενναιόδωρη σε όλα τα υπόλοιπα. Σίγουρα δεν εντάσσεται στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και την παραθέτω κυρίως για λόγους ηθικής και συναισθηματικής εξισορρόπησης του κειμένου. Οι άλλες δύο αποτελούν οδυνηρή διαπίστωση πως η Επιστήμη και η Τέχνη – τα δύο πράγματα που λάτρεψα – δεν εκπροσωπούνται πάντα από ανθρώπους με ψυχικά χαρίσματα. Ακόμα και εκεί που η διάνοια πλεονάζει...

Ιστορία πρώτη: Πολιτεία της Γιούτα, ΗΠΑ, αρχές δεκαετίας του ’80...

Κάπου στο μέσο της διαδρομής από το Πανεπιστήμιο στο σπίτι, συναντούσα ένα σπιτάκι, από τα πιο ταπεινά της πόλης. Όπως όλα τα σπίτια εκεί, είχε γκαζόν στην αυλή και – αυτό ειδικά το σπίτι – ήταν περιφραγμένο. Ο λόγος προφανής: ένα παιδί με νοητική υστέρηση, κάπου στην πρώιμη εφηβεία, έπαιζε πάντα πίσω από το φράχτη.

Το είχαν κουρέψει να φαίνεται στους περαστικούς σαν αγόρι, μα ήταν κορίτσι. Θεώρησαν ίσως ότι αυτό θα εξέθετε το παιδί σε λιγότερους κινδύνους, καθώς ο κύριος Μπράουν έτρεχε όλη μέρα για το πενιχρό μεροκάματο, ενώ η υπέρβαρη κυρία Μπράουν σπανίως έβγαινε έξω από το σπίτι.

Η πρώτη μου εικόνα από το παιδί – ήμουν νεοφερμένος τότε στην πόλη – με είχε οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το είχα δει να κόβει κομμάτια από το γρασίδι και, βγάζοντας κάποιους άναρθρους ήχους, να τα πετά με ορμή πάνω από το φράχτη σε κάθε περαστικό. Είπα μέσα μου, «αυτό το παιδί θα γίνει πολύ επιθετικό σαν μεγαλώσει»!

Την αλήθεια την έμαθα αργότερα από την κυρία Μπράουν. Στον νοητικό κόσμο του παιδιού, το γρασίδι που πετούσε ήταν ο τρόπος για να πει «καλημέρα» και, γενικά, να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Που αλλιώς θα περνούσαν και θα έφευγαν χωρίς καν να του δώσουν σημασία.

Από τότε, κάθε φορά που γύριζα από το πανεπιστήμιο δεν ξεχνούσα να πω μια «καλημέρα» όταν περνούσα έξω από το φράχτη. Το παιδί χαιρόταν και χαμογελούσε! Δεν ξαναέσκυψε ποτέ να κόψει γρασίδι...

Ιστορία δεύτερη: Πόλη της Φιλαδέλφειας, ΗΠΑ, Οκτώβριος 1986...

Στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο Μαθηματικής Φυσικής επικρατεί μεγάλη έξαψη. Το παρακολουθεί ως επίτιμος προσκεκλημένος ο βραβευμένος με Νόμπελ διάσημος Φυσικός Eugene Wigner (1902–1995), από τους θεμελιωτές της ατομικής φυσικής και της κβαντικής θεωρίας. Γέρων σεβάσμιος πλέον αλλά, όπως μου φάνηκε αρχικά, κοινωνικός και, γενικά, ευχάριστος.

Μπήκε στην αίθουσα την ώρα που ένας νέος επιστήμων είχε φτάσει στο μέσο, περίπου, της ομιλίας του. Μετά το τέλος, ο ομιλητής απευθύνθηκε στο ακροατήριο για τις καθιερωμένες ερωτήσεις. Πριν καν προλάβει κάποιος να θέσει ένα ερώτημα, ακούστηκε από το βάθος της αίθουσας η επιβλητική φωνή του 84χρονου νομπελίστα:

– Μα, τι ανοησίες ήρθατε εδώ να μας πείτε σήμερα; Ποιο επιστημονικό περιοδικό θα δεχθεί να δημοσιεύσει αυτά τα πράγματα;

Υπερνικώντας το ξαφνικό σοκ, και με φωνή που πρόδιδε σεμνότητα αλλά και σεβασμό για τον κριτή, ο νέος επιστήμων απάντησε πως η έρευνά του είχε ήδη δημοσιευθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή περιοδικά θεωρητικής Φυσικής. Ο μεγάλος Wigner, όμως, δεν είχε ακόμα πει την τελευταία του λέξη:

– Θέλετε να πείτε ότι το International Journal of... δημοσιεύει τώρα άρθρα τέτοιου επιπέδου; Αδυνατώ να το πιστέψω!

Δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει επιστημονικά τους λόγους της διαφωνίας του. Άλλωστε, δεν είχε καν παρακολουθήσει ολόκληρη τη διάλεξη. Απλά, πέταξε με ελαφριά καρδιά το στιλέτο της κατάρριψης σε έναν νέο επιστήμονα που είχε τολμήσει να βαδίσει στα δικά του χνάρια, τα «χνάρια του θεού»! Και, την ίδια στιγμή, κατέρριψε για πάντα και τη δική του μεγαλοπρεπή εικόνα στη συνείδησή μου.

Είχα παγώσει τότε, θυμάμαι, στη σκέψη πως ο επόμενος ομιλητής βάσει προγράμματος ήμουν εγώ. Ευτυχώς το θέμα δεν το κατείχε εκείνος και, σε κάθε περίπτωση, δεν τον ενδιέφερε. Ίσως και να βγήκε πάλι από την αίθουσα...

Ιστορία τρίτη: Αθήνα, Μάρτιος 2017...

Σε έναν τηλεοπτικό «διαγωνισμό ταλέντων», ανάμεσα στους κριτές βρίσκεται ένας διάσημος μουσικοσυνθέτης της ροκ όπερας, γνωστός και για τις κατά καιρούς ακραία ιδιόρρυθμες συμπεριφορές του. Θέλοντας να «επιδοκιμάσει», υποτίθεται, την απόδοση μιας νεαρής τραγουδίστριας, εκτόξευσε σ’ αυτήν από μακριά τη μασημένη τσίχλα του. Δεν αποκλείεται να θεώρησε ότι πρόσφερε στη διαγωνιζόμενη ένα σπάνιο και εξαιρετικά τιμητικό δώρο: την ευκαιρία να νιώσει πάνω της το ιερό άγγιγμα από την «τσίχλα του θεού»! Όπως και να ‘χει, γνώριζε καλά (είναι ευφυής) ότι με τη χειρονομία του αυτή ουσιαστικά εξευτέλιζε την «κοινή θνητή» που, άθελά της, εισέπραξε τα ιπτάμενα απομασήματά του.

Αν θέλαμε να εξετάσουμε το ζήτημα βαθύτερα, θα λέγαμε ότι αυτό που διέπραξε την ευτέλεια της εκτόξευσης δεν ήταν τόσο ένα συμβατικό ανθρώπινο χέρι, όσο η αλαζονεία μιας υπέρμετρα προβεβλημένης «αντισυμβατικότητας». Που θάβει σιγά-σιγά, κάτω από τα ερείπια του αυτο-εξευτελισμού, τα απομεινάρια ενός σχεδόν ξεχασμένου πια αληθινού καλλιτεχνικού ταλέντου...

Είχαμε γράψει σε παλιότερο σημείωμα ότι η αλαζονεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το μεγαλύτερο ανθρώπινο αμάρτημα, αν δεν της έκλεβε την πρωτιά η αχαριστία. Και, πράγματι, η αλαζονεία της διασημότητας προϋποθέτει και συνεπάγεται αχαριστία για τα δωρισμένα φυσικά ή πνευματικά χαρίσματα που εξασφάλισαν τη φήμη.

Όσο κι αν ακουστεί, έτσι, «ιερόσυλο», τείνω να αισθάνομαι όλο και μικρότερο δέος όταν διαβάζω για το «θεώρημα Wigner–Eckart», ή, όλο και λιγότερη συγκίνηση όταν ακούω τους «Δαίμονες» (τα αναφέρω καθαρά ενδεικτικά). Αντίθετα με την εικόνα, που κράτησα ανεξίτηλη, ενός παιδιού με νοητική υστέρηση, να κόβει και να πετά χόρτα στους περαστικούς – σαν για να πει «καλημέρα» – σε ένα φτωχόσπιτο, σε κάποια κωμόπολη της Γιούτα...

* Εικόνα: "Το σπίτι με το φράχτη" (φωτογραφία της Θάλιας Χρόνη)

Aixmi.gr

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Περί «εκλογικής πελατείας»


Σε μια υγιή δημοκρατία – έστω και αν αυτή βασίζεται σε ένα δικομματικό σύστημα – οι πολιτικές αντιθέσεις λειτουργούν προς όφελος της κοινωνίας, αφού μέσα από τις αντιθέσεις αυτές προκύπτουν δημιουργικές συνθέσεις που οδηγούν στις καλύτερες δυνατές λύσεις για τα προβλήματα της χώρας.

Εν τούτοις, το τέρας της εγχώριας, νοσηρής εκδοχής του δικομματισμού αυτοσυντηρείται διαχρονικά καλλιεργώντας με μέθοδο και συνέπεια την απαραίτητη τροφή του: τον διχασμό της κοινωνίας. Έτσι, ακόμα και κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς περιστάσεις που απαιτούν εθνική ενότητα, το τέρας αυτό χωρίζει τους πολίτες της χώρας σε «καλούς» και «κακούς» κατά περίπτωση, ανάλογα με τις εκλογικές τους προτιμήσεις. Σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες, τούτο έχει οδηγήσει ακόμα και σε εμφύλιες συγκρούσεις και εθνικές τραγωδίες.

Αποφεύγοντας ιστορικές αναδρομές, θα περιοριστώ στα της εποχής μας. Η πρώην «αντισυστημική» Αριστερά κατέκτησε την εξουσία επιτυγχάνοντας, με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα και – κυρίως – με ρητορείες μίσους, την διχοτόμηση των πολιτών σε «κακούς μνημονιακούς» και «καλούς αντιμνημονιακούς». Αποκορύφωμα του επικίνδυνου αυτού διχασμού ήταν το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα ενός ακήρυκτου εμφυλίου πολέμου – αν και, προσωπικά, πλάι στον χαρακτηρισμό «ακήρυκτος» θα τοποθετούσα ένα μεγάλο ερωτηματικό(*).

Μετά την εκ των πραγμάτων κατάρρευση του αντιμνημονιακού μύθου, νέες διχαστικές γραμμές ήταν αναγκαίο να αναζητηθούν από την εξουσία. Χαρακτηριστική ήταν η πρωθυπουργική συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ το περασμένο Φθινόπωρο, όπου με εμφανή κυνισμό (αν όχι και χαιρεκακία) ο πρόεδρος της κυβέρνησης διαχώρισε τους εργαζόμενους της χώρας (κάνοντας ειδική αναφορά στα μέσα ενημέρωσης, αλλά με αυτονόητες τις γενικεύσεις) σε «καλούς που εργάζονται για το κράτος» (για τους οποίους, επομένως, είναι μη-πρέπον να αποστερούνται το δικαίωμα στην εργασία) και «κακούς που εργάζονται για τα συμφέροντα ιδιωτών εργοδοτών» (επομένως, «ας πρόσεχαν!»).

Τον ίδιο διχαστικό διαχωρισμό, με αντεστραμμένα όμως τα ηθικά πρόσημα, υιοθετεί το αντίπαλο «φιλελεύθερο» χαράκωμα του δικομματισμού. Ακούμε συχνά στα μέσα ενημέρωσης τους εκπροσώπους του να χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους κρατικούς λειτουργούς της χώρας ως «τεμπέληδες», «κηφήνες» και «άχρηστους», τοποθετώντας εξ ορισμού φωτοστέφανο στους δραστηριοποιούμενους στην ιδιωτική οικονομία. Αυτό που συχνά διαφεύγει την προσοχή, εν τούτοις, είναι το γεγονός ότι η θετική διάθεση εξαντλείται στον επιχειρηματία. Ο «πόνος» που συχνά – και μέσω συγκριτικής ηθικολογίας – εκφράζεται για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα είναι κατά βάση προσχηματικός, αν όχι απόλυτα υποκριτικός, αν λάβει κανείς υπόψη τη «φιλελεύθερη» θεοποίηση των κανόνων της αγοράς και την απέχθεια για κάθε μορφή προστασίας της εργασίας.

Κοινό στοιχείο στη ρητορεία των δύο πόλων του δικομματισμού (αλλά ως ένα βαθμό, τουλάχιστον, και του λοιπού πολιτικού συστήματος) είναι η αναφορά σε «εκλογικές πελατείες». Πρόκειται για ανεπίτρεπτο γλωσσικό ατόπημα όταν ο χαρακτηρισμός αυτός εκφέρεται από εκλεγμένους εκπροσώπους ενός δημοκρατικού συστήματος. Δεν ισχύει, ασφαλώς, το ίδιο όταν πρόκειται για «συζητήσεις καφενείου», αλλά ακόμα και για σοβαρές δημοσιογραφικές προσεγγίσεις. Ο (πανθομολογούμενα) ελάχιστα σοβαρός γράφων έχει άλλωστε πολλάκις μεταχειριστεί την έκφραση αυτή σε κείμενά του!

Θα προσπαθήσω να εξηγήσω το σκεπτικό μου: Ο χαρακτηρισμός «πελάτης» παρεμφαίνει συμφέρον, εξαγορά, συναλλαγή. Έτσι, στο εννοιολογικό πλαίσιο όπου ο όρος αυτός χρησιμοποιείται, αυτονόητα φέρει αρνητικό ηθικό πρόσημο. Όμως, σε όλα τα δημοκρατικά καθεστώτα ο ψηφοφόρος κάνει τις πολιτικές επιλογές του και με γνώμονα το γενικότερο συμφέρον του. Οι πολίτες μιας χώρας που θα φέρουν ένα κόμμα στην εξουσία δεν θα είναι στην πλειονότητά τους αγνοί ιδεολόγοι, αλλά άνθρωποι που θα πιστέψουν ότι με την συγκεκριμένη διακυβέρνηση θα καλυτερέψουν και οι δικές τους ζωές.

Δεν είναι, λοιπόν, πολιτικά δόκιμο να απαξιώνει ένα κόμμα ως «πελάτες» τους ψηφοφόρους των αντιπάλων του, απονέμοντας παράλληλα τα εύσημα του «σωστού δημοκράτη» στους δικούς του και μόνο ψηφοφόρους. Όποια κι αν είναι η εκλογική τους προτίμηση, οι πολίτες ασκούν ένα δημοκρατικό τους δικαίωμα χωρίς να οφείλουν να απολογούνται για τα κίνητρα των επιλογών τους. Και χωρίς να επιτρέπεται να κρίνονται με βάση αυτά από το ίδιο το πολιτικό σύστημα!

Φυσικά, η παραπάνω δεοντολογική τοποθέτηση δεν έχει την ίδια ισχύ αν πρόκειται για κάποιους που απλά εκφέρουν δημόσια άποψη χωρίς, εν τούτοις, να ανήκουν στο πολιτικό σύστημα. Πράγματι, ο εκλεγόμενος πολιτικός επιτρέπεται να κρίνει μόνο τον αντίπαλο πολιτικό, όχι τον ψηφοφόρο. Ο τελευταίος, εν τούτοις, έχει το δικαίωμα να τους κρίνει όλους: και το σύστημα εξουσίας που ρυθμίζει, ως ένα βαθμό, την ποιότητα της ζωής του, αλλά και τους συμπολίτες του που ανέδειξαν την εξουσία αυτή.

Όμως, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο «κρίνω κάποιον» για τις επιλογές του και το «κάνω κάποιον εχθρό μου» γι’ αυτές. Την εχθρότητα αυτή που διχάζει, αποδυναμώνει και τελικά αποσυνθέτει την κοινωνία, μεθοδικά καλλιεργεί και επιδέξια συντηρεί ο εγχώριος δικομματισμός, που βλέπει τον πολίτη ως «πελάτη» και τη χώρα ως «μαγαζί». Όποιοι κι αν υπήρξαν διαχρονικά, και όποιοι κι αν είναι στην παρούσα ιστορική συγκυρία, οι δύο πόλοι του...

Φυσικά, η ποιότητα ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος αντανακλά τη βούληση του λαού τον οποίο το σύστημα αυτό εκπροσωπεί. Με απλά ελληνικά, αν το εθνικό μας DNA δεν περιείχε τα στοιχεία της εγωπάθειας, του διχασμού και, εν τέλει, της αυτοκαταστροφής, κανένα πολιτικό σύστημα δεν θα ήταν ικανό να οδηγήσει τη χώρα στο σημερινό της πολιτιστικό, πολιτικό και οικονομικό κατάντημα.

Και τότε, δικαίως θα μπορούσαμε να επικρίνουμε έναν ιδιαίτερα ευτραφή πρώην υπουργό που είπε κάποτε μία αλήθεια που δεν άρεσε σε κανέναν, για την συνενοχή λαού και εξουσίας στην καταστροφή της χώρας!


(*) Δείτε, για παράδειγμα, ένα παλιότερο κείμενό μας:
http://www.aixmi.gr/index.php/politika-didagmata-apo-mia-symfonia-tou-tsaikofski/

Aixmi.gr

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

«ΟΛΕΑΝΝΑ»: Πολιτική ορθότητα και παιχνίδια εξουσίας


Βρεθήκαμε πριν λίγες μέρες στο θέατρο OLVIO, στον Βοτανικό, για να παρακολουθήσουμε την παράσταση της «ΟΛΕΑΝΝΑ» (Oleanna) του David Mamet. Η μετάφραση και η σκηνοθεσία ανήκουν στον Νικορέστη Χανιωτάκη, ενώ τους δύο – και μοναδικούς – ρόλους του έργου ερμηνεύουν ο Δημήτρης Πετρόπουλος και η Κατερίνα Παπουτσάκη.

Ομολογώ ότι πήγα στο θέατρο με ένα αίσθημα αμφισβήτησης για τη δυνατότητα αυθεντικής μεταφοράς του πρωτότυπου κειμένου στην ελληνική γλώσσα. Οι διάλογοι του Mamet, που στο μεγαλύτερο μέρος παραπέμπουν σε παράλληλους μονόλογους δύο νευρωτικών που αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, απαιτούν μεγάλη δεξιότητα από τον μεταφραστή (για να μην αναφερθώ και στη δυσκολία απόδοσής τους από τους ηθοποιούς).

Συνάντησα στο φουαγιέ πριν την παράσταση τον Δημήτρη Πετρόπουλο και τον ρώτησα πόσο εύκολο είναι, τελικά, να αποδοθεί ο Mamet στα ελληνικά. Μου απάντησε μονολεκτικά, με θυμόσοφο χιούμορ: «Κόλαση!» Πήραμε τους καφέδες μας και συνεχίσαμε την κουβέντα στην όμορφη αυλή στο πίσω μέρος του θεάτρου.

Του ανέφερα ότι είχα πάει εκεί αναμένοντας, κατά κύριο λόγο, να δω μια καυστική σάτιρα πάνω στην πολιτική ορθότητα. «Όχι μόνο», απάντησε. «Είναι εξίσου κι ένα σχόλιο πάνω στην αδυναμία επικοινωνίας, αλλά και τις σχέσεις εξουσίας, ανάμεσα στους ανθρώπους.» Και, μιλώντας για επικοινωνία, βρήκε την ευκαιρία να μου επισημάνει το πόσο σημαντική είναι αυτή ανάμεσα στον ηθοποιό και το κοινό. «Το κοινό δίνει σε εμάς την ενέργεια που έχουμε ανάγκη για να παίξουμε σωστά τους ρόλους», ομολόγησε.

Αντιγράφω από το πρόγραμμα του OLVIO:

Ο Δημήτρης Πετρόπουλος στο ρόλο του Καθηγητή Πανεπιστημίου, και η Κατερίνα Παπουτσάκη στο ρόλο της φοιτήτριας, παγιδευμένοι σε ένα ανελέητο παιχνίδι εξουσίας, αναμετρώνται με σφοδρότητα στο ευαίσθητο πεδίο της εκπαίδευσης. (…) Στην «Ολεάννα», ο Ντέιβιντ Μάμετ διερευνά τα όρια των ανθρωπίνων σχέσεων, σκιαγραφεί τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται ανάμεσα στα φύλα και καταδεικνύει την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μέσω του λόγου. Κυρίως, όμως, ο Μάμετ γράφει ένα έργο για την πολιτική ορθότητα. Γραμμένη το 1992, η «Ολεάννα» ανέβηκε ένα χρόνο αργότερα στο διεθνούς φήμης Royal Court Theater σε σκηνοθεσία του βραβευμένου με Νόμπελ, Χάρολντ Πίντερ. Το 1994 ο ίδιος ο Μάμετ μετέφερε το έργο του και στον κινηματογράφο, με τον ομώνυμο τίτλο.

Ομολογώ ότι εντυπωσιαστήκαμε, τελικά, τόσο από τη διατήρηση της αυθεντικότητας των πρωτότυπων διαλόγων στη μεταφορά τους στην ελληνική γλώσσα, όσο και από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών σε δύο ιδιαίτερα απαιτητικούς – σε λόγο και κίνηση – ρόλους.

Αν κάτι θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ως λεπτομέρεια, έχει να κάνει με τη διδασκαλία και τη σκηνοθετική καθοδήγηση του γυναικείου ρόλου. Το παίξιμο της ηθοποιού στην πρώτη πράξη θα μπορούσε ίσως να είναι λίγο πιο συγκρατημένο, πιο «μαζεμένο», κι ο ρυθμός της να είναι, γενικά, λιγότερο νευρώδης, έτσι ώστε να μην προδίδεται εξαρχής ο κρυμμένος δυναμισμός της ηρωίδας που θα τη μετατρέψει στο τέλος από θύμα σε θύτη. Αυτό, φυσικά, σε τίποτα δεν μειώνει την ερμηνεία της κυρίας Παπουτσάκη, που ήταν πάρα πολύ καλή, ιδιαίτερα στο τελευταίο και πιο απαιτητικό μέρος του έργου!

Ο Mamet υπήρξε προφητικός στο πού θα μπορούσαν να οδηγήσουν οι καταχρήσεις της πολιτικής ορθότητας στην Αμερική, ενός φαινομένου ενδημικού στον ακαδημαϊκό, κυρίως, χώρο αλλά με τάσεις εξάπλωσης στο σύνολο της κοινωνίας. Ώσπου η κοινωνία, τελικά, αντέδρασε με τρόπο ανώριμο και επιπόλαιο, φέρνοντας στην εξουσία τον πιο χυδαίο λαϊκισμό ως αντίδοτο στην πολιτική ορθότητα. Το θέμα αυτό το αναπτύξαμε σε προηγούμενα κείμενά μας [1,2].

Αξίζει, λοιπόν, μια βόλτα ως τον Βοτανικό για να δείτε ένα αληθινά δυνατό θεατρικό έργο, σε ένα χώρο καλαίσθητο και φιλόξενο. Απ’ ό,τι πληροφορηθήκαμε, έχετε καιρό ως το Πάσχα!

Αναφορές

[1] http://www.aixmi.gr/index.php/otan-i-politiki-oryhotita-ginetai/

[2] http://www.aixmi.gr/index.php/ta-prosopa-tou/

Aixmi.gr

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Ο φιλελευθερισμός και το τέλος της ηθικής


Μια μικρή ιστορία


Το περιστατικό είναι αυθεντικό:

Η «ψυχή» της γυναικοπαρέας είχε κέφια καθώς αφηγείτο με κομπασμό μια πρόσφατη εμπειρία της. Είχε βρεθεί τις προάλλες προσκεκλημένη σε δείπνο από ένα ζευγάρι γνωστών. Η οικοδέσποινα αντιμετώπιζε από καιρό σοβαρό πρόβλημα υγείας που της είχε προκαλέσει αναπηρία και την υποχρέωνε σε μερική ακινησία. Θέλοντας να προβάλει εμφατικά τη δική της καλή κατάσταση υγείας και την άριστη κινητικότητά της, η «ψυχή» άρχισε να χορεύει προκλητικά υπό τους ήχους της μουσικής του ραδιοφώνου και υπό το λάγνο βλέμμα του (προφανώς στερημένου) κυρίου και το μελαγχολικό εκείνο της (ήδη παραιτημένης από τη ζωή) κυρίας...

Κάποιοι αναγνώστες θα μιλήσουν για την πιο απεχθή μορφή ανηθικότητας. Δεν θα διαφωνήσω μαζί τους. Θα επισημάνω, εν τούτοις, ότι η αυτοσχέδια χορεύτρια εξάσκησε ένα απόλυτα κατοχυρωμένο δικαίωμά της: να ορίζει η ίδια την κίνηση του σώματός της. Εκτός αυτού, δεν προκάλεσε την παραμικρή επιπρόσθετη σωματική βλάβη στην ανάπηρη κυρία. Ο χορός της προσκεκλημένης αποτελεί μια γνήσια έκφραση φιλελευθερισμού. Το αν είναι ή όχι ηθική πράξη, είναι μια άλλη ιστορία που αφορά, ίσως, τους θεολόγους. Ή τους οπισθοδρομικούς φιλοσόφους...

Θυμήθηκα ξανά αυτή την ιστορία, που είχα ακούσει πριν από καιρό, καθώς διάβαζα το πολύ ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίο «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ», του Αριστείδη Χατζή. Σύγγραμμα εξαιρετικά παιδαγωγικό, καθιστά κατανοητό στον μη-ειδικό αναγνώστη ένα δύσκολο θέμα που άπτεται της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της οικονομικής επιστήμης. Η παρουσίαση του θέματος συνοδεύεται από μια ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία για περαιτέρω μελέτη.

Βέβαια, το ότι γνωρίζει κάποιος καλύτερα τον φιλελευθερισμό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι καταλήγει να τον αγαπήσει περισσότερο. Τουναντίον, η ανάγνωση του βιβλίου είναι δυνατό να αφήσει κάποιους αναγνώστες με ένα βαθύ αίσθημα αγωνίας για τον κόσμο που αναδύεται. Έναν κόσμο που για άλλους (όπως ο συγγραφέας) είναι όνειρο, και για άλλους εφιάλτης! Εξαρτάται από τη φιλοσοφική θέση του καθενός...

Μια και το βιβλίο του Χατζή είναι αρκετά συνοπτικό (πράγμα που θεωρώ προτέρημα σε ένα σύγγραμμα παιδαγωγικού χαρακτήρα) θα ήταν άκομψο εκ μέρος μου να εκθέσω το σύνολο των ιδεών που περιέχει, αφαιρώντας έτσι ένα μέρος από το ενδιαφέρον του υποψήφιου αναγνώστη. Θα περιοριστώ, λοιπόν, στην επιλεκτική παράθεση κάποιων χαρακτηριστικών ιδεών του συγγραφέα, αναλαμβάνοντας απόλυτα την ευθύνη που μου αναλογεί τόσο ως προς την κατανόησή τους, όσο και ως προς την αναγκαία αναδιατύπωσή τους στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου.

Σταχυολόγηση ιδεών από το βιβλίο του Α. Χατζή


1. Το αίσθημα ελευθερίας σχετίζεται με την απουσία εμποδίων (ή απαγορεύσεων) στην ικανοποίηση των επιθυμιών μας. Βέβαια, η ιδέα μιας απόλυτης ελευθερίας είναι ουτοπική, καθώς πάντα υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί που μας εμποδίζουν να πραγματοποιούμε οποιαδήποτε επιθυμία μας (για παράδειγμα, δεν μπορούμε να πετάξουμε χρησιμοποιώντας τα χέρια μας σαν φτερά). Αυτό που ο φιλελευθερισμός αντιμάχεται είναι οι κοινωνικοί περιορισμοί, και ιδιαίτερα οι έχοντες θεσμική ισχύ.

2. Η ελευθερία κατατάσσεται σε δύο κατηγορίες: «αρνητική» και «θετική».

Η αρνητική ελευθερία σχετίζεται με την απουσία καταναγκασμών και την άρση των τεχνητών εμποδίων (κυρίως, των θεσμικών απαγορεύσεων που περιορίζουν τα ατομικά δικαιώματα). Η ελευθερία του λόγου εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία δικαιωμάτων.

Η θετική ελευθερία αφορά το δικαίωμα στη διεκδίκηση των μέσων που απαιτούνται για την απόλαυση της «αρνητικής» ελευθερίας.

Πολλοί φιλελεύθεροι αρνούνται συνολικά τα θετικά δικαιώματα, καθώς η απόκτηση ενός τέτοιου δικαιώματος από έναν άνθρωπο συνεπάγεται την επιβάρυνση κάποιου άλλου με μία πρόσθετη υποχρέωση (π.χ., μέσω αύξησης της φορολογίας).

Τα μόνα κοινά(;) αποδεκτά θετικά δικαιώματα είναι εκείνα στην παιδεία και την υγεία, αγαθά που – κατά τον συγγραφέα τουλάχιστον – πρέπει να εξασφαλίζονται για όλους σε ένα φιλελεύθερο κράτος. (Το δικαίωμα στην εργασία δεν περιλαμβάνεται στην κατηγορία αυτή.)

3. Η κοινωνική αλληλεγγύη και το κοινωνικό κράτος δεν εντάσσονται στις προτεραιότητες των φιλελευθέρων, ούτε αντιπροσωπεύουν για εκείνους κοινά αποδεκτούς θεσμούς. Η όποια αλληλεγγύη θα πρέπει να βασίζεται σε ιδιωτική φιλανθρωπία και όχι σε κρατικό καταναγκασμό.

4. Σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της ελευθερίας, η φιλελεύθερη άποψη συνοψίζεται ως εξής:

Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να λειτουργεί κατά βούληση, αρκεί να μη βλάπτει κάποιο άλλο. Ως «βλάβη» εννοείται αποκλειστικά: (α) Μια χειροπιαστή, υλική βλάβη στο σώμα ή στην περιουσία ενός ατόμου. (β) Μια ακραία προσβολή της προσωπικότητας μέσω εξύβρισης ή συκοφαντίας.

Ειδικά, δεν δικαιολογείται οποιουδήποτε βαθμού θεσμικός περιορισμός στην ελευθερία του λόγου, ακόμα και αν αυτός είναι προσβλητικός, ρατσιστικός ή μισαλλόδοξος. (Αναπάντητο μένει το ερώτημα, κατά πόσον θα πρέπει να υπάρχει ποινική ευθύνη στην περίπτωση όπου ο μισαλλόδοξος λόγος προτρέπει σε τέλεση εγκληματικών πράξεων, κι ακόμα περισσότερο όταν οδηγεί εκεί...)

5. Κανένα αγαθό και καμία υπηρεσία δεν έχει προϋπάρχουσα, σταθερή αντικειμενική αξία εξαρτώμενη μόνο από εγγενή χαρακτηριστικά. Οι αξίες των πραγμάτων καθορίζονται αποκλειστικά με βάση τον συσχετισμό προσφοράς και ζήτησης. Η έννοια της «αξίας» στις συναλλαγές δεν έχει ηθικό κανονιστικό περιεχόμενο αλλά καθαρά πρακτικό νόημα. (Έτσι, π.χ., ως εκπαιδευτικός θα πρέπει να αξιολογούμαι απλά ως «πωλητής γνώσεων», ο δε μαθητής μου ως «καταναλωτής» τους...)

Γενικά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός στέκεται περίπου σαρκαστικά απέναντι στην «ηθικιστική» – όπως την χαρακτηρίζει – κριτική περί «εμπορευματοποίησης των πάντων» και την άποψη ότι κάποια πράγματα απλώς δεν μπορούν να αποτιμηθούν.

6. Η οικονομική ελευθερία συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική ελευθερία. Ο εκδημοκρατισμός και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας. (Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι απόλυτη «επιβεβαίωση» του παραπάνω δόγματος υπήρξε, ιστορικά, η περίοδος της διακυβέρνησης Pinochet στη Χιλή...)

Το ηθικό ζήτημα στον φιλελευθερισμό


Ως γενικότερη φιλοσοφική θεωρία, και όχι απλά ως οικονομικό σύστημα (όπως έχει καταλήξει να αντιμετωπίζεται), ο φιλελευθερισμός, ενώ ωθεί τον άνθρωπο στο να αναζητά όλο και περισσότερη ελευθερία, αποποιείται την ευθύνη της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου στη διαχείριση της ελευθερίας που αποκτά (θεωρώντας, ίσως, ότι αυτό είναι ζήτημα που θα πρέπει μάλλον να απασχολεί τη θρησκεία). Θα έλεγε κανείς ότι ο ηθικός προβληματισμός όχι μόνο απουσιάζει από τη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία αλλά και αποτελεί ένα είδος «ταμπού» για τους θιασώτες της.

Πράγματι, αν αυτονόητα εξαιρέσουμε – όπως αναφέρθηκε νωρίτερα – την υλική βλάβη στο σώμα ή στην περιουσία, καθώς και την ακραία προσβολή της προσωπικότητας, ο μόνος γενικά αποδεκτός «ηθικός» κανόνας για τον φιλελευθερισμό είναι η απαγόρευση του περιορισμού της ελευθερίας. Ως εκ τούτου, αν η Πολιτεία θεσπίζει νόμους, τούτο δεν θα πρέπει απαραίτητα να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με σκοπό να αποτραπεί το ενδεχόμενο της μετατροπής μιας κοινωνίας σε ζούγκλα αλλά (όσο κι αν αυτό ακουστεί υπερβολικό) για να προασπιστεί, υπό τους λίγους περιοριστικούς όρους που τέθηκαν πιο πάνω, ακόμα και αυτή τούτη η εφιαλτική δυνατότητα!

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ως φιλοσοφικό σύστημα, ο φιλελευθερισμός είναι η απόλυτη υπέρβαση της ηθικής. Δεν πρόκειται για μια «ηθικολογική» εκτίμηση αλλά για μια πραγματιστική διαπίστωση. Εξηγούμαι:

Το ηθικό ζήτημα στον άνθρωπο σχετίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση και κωδικοποιείται από ένα σύστημα αρχών, τις οποίες ο καθένας χωριστά (και ανεξάρτητα από τους άλλους ανθρώπους) αποδέχεται και επί τη βάσει των οποίων επιλέγει να λειτουργεί ώστε να βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του. Είναι ένα σύστημα που σχετίζεται με την ατομική συνειδητότητα και δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν το υπαγορεύει, π.χ., κάποια θρησκεία, ούτε το επιβάλλουν κάποιες θεσμοποιημένες κοινωνικές συμβάσεις. Αντιπροσωπεύει, λοιπόν, έναν απόλυτα εξατομικευμένο αξιακό κώδικα.

Οι αρχές αυτές (και όχι οι νόμοι της κοινότητας!) υπαγορεύουν στον άνθρωπο να επιδιώκει μικρότερο βαθμό ικανοποίησης των προσωπικών του επιθυμιών – άρα, να εκχωρεί μέρος της ελευθερίας του – προκειμένου να δοθεί περισσότερος χώρος στην ικανοποίηση των επιθυμιών κάποιων συνανθρώπων του – άρα, εκ των πραγμάτων, να διευρυνθεί ο δικός τους βαθμός ελευθερίας.

Επιδιώκοντας, λοιπόν, τη μεγιστοποίηση της ελευθερίας μας θα πρέπει αναγκαία να ελαχιστοποιήσουμε το σύστημα των αρχών επί τη βάσει των οποίων (εμείς οι ίδιοι) επιλέγουμε να λειτουργούμε ως κοινωνικές μονάδες. Οριακά, η απόλυτη, η απεριόριστη ελευθερία μπορεί μόνο να επιτευχθεί αν μηδενίσουμε αυτό το σύστημα αρχών. Με άλλα λόγια, αν αφαιρέσουμε ολοκληρωτικά την ηθική διάσταση από τη ζωή μας κι από τη λειτουργία μας ως μέλη μιας κοινωνίας.

Ο φιλελευθερισμός διδάσκει το δικαίωμα στην απόλυτη ελευθερία χωρίς να θέτει ηθικές προϋποθέσεις (με τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις) για την διαχείρισή της («κακό» είναι μόνο ό,τι αναχαιτίζει την ίδια την ελευθερία). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ακραιφνής φιλελευθερισμός εξαιρεί τον ηθικό προβληματισμό από το σύστημα αρχών του. Δεν αποτρέπει, βέβαια, τον άνθρωπο από το να λειτουργεί «κατά συνείδηση»: κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλελεύθερο! Από την άλλη – και αυτό είναι που έχει σημασία – αποφεύγει και να ενθαρρύνει το άτομο να συμβουλεύεται τη συνείδησή του προκειμένου να αποφασίζει, κάθε φορά, μέσα σε ποια όρια θα κάνει χρήση της ελευθερίας του. Είναι σαν να χαρίζεις σε κάποιον ένα γεμάτο περίστροφο χωρίς παράλληλα να του εξηγείς και τη σημασία της οριοθέτησης στην επιλογή των στόχων!

Όμως, η αληθινή ελευθερία είναι ζήτημα ατομικής συνειδητότητας, όχι υπόθεση συλλογικού θεσμικού πλαισίου. Σκοπός, λοιπόν, δεν θα πρέπει να είναι ο βίαιος περιορισμός της ελευθερίας του ανθρώπου (αυτό που ο φιλελευθερισμός ονομάζει – και ορθώς το αντιμάχεται – «παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων») αλλά ο μετασχηματισμός της ίδιας της ανθρώπινης συνείδησης ώστε αυτή να απελευθερωθεί από τα πραγματικά δεσμά της. Δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στα οποία κατέχουν, ενδεικτικά, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία, ο εγωκεντρισμός, η πλεονεξία, ο άκρατος ανταγωνισμός, η μισαλλοδοξία...

Το βέβαιο είναι ότι κανένας νόμος και κανένα σύστημα κοινωνικών θεσμών δεν θα μπορέσουν ποτέ να προσδώσουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και να επιβάλουν ανθρώπινες ιδιότητες σε οποιονδήποτε. Ακόμα περισσότερο, στην κυνική οιονεί «χορεύτρια» της εναρκτήριας ιστορίας μας!

Aixmi.gr